Αφού με προκαλείτε λοιπόν, ας περιγράψω κι εγώ, μία από τις πρόσφατες βολτίτσες μας.
Συνήθιζα και προ Μάρκου, να περνάω πάντα, αργά και βασανιστικά, από έναν κοντινό δρόμο, γεμάτο αυλόσκυλα και βεραντόσκυλα. Σώτος και Δάφνη πέρα βρέχει, ατάραχοι, μουγγοί και απροβλημάτιστοι. Στις αυλές και τις βεράντες, ο κακός χαμός. Συνήθως, εκείνη την ώρα θυμόμουν ότι είχα κουραστεί απο την βόλτα [που μόλις είχε ξεκινήσει] και κοντοστεκόμουν και κάμποσο να ξαποστάσω *demonio* Ολο αυτό, πάντα επίτηδες, αλλά πάντα με την έννοια, του μπας και συνειδητοποιήσουν πόσο φάουλ είναι, να έχουν τα σκυλιά τους έξω και σ'αυτή την κατάσταση. Οπου βέβαια επηρρεάζει το ένα, το άλλο σε τεράστιο βαθμό. Σε μια συγκεκριμένη αυλή, είναι ένα πιτοειδές που χτυπιέται με λύσσα κάθε φορά, πάνω στα κάγκελα. Ελα όμως που τώρα, χτυπιέται και ο Μαρκούλης και συγχρόνως κορνάρει στην διαπασών
Ο συγκεκριμένος δρόμος, είναι πραγματικός εφιάλτης. Βεβαίως, μπορώ να πάω και από αλλού, Αλλά...γιατί να το κάνω; Ο Μάρκος τσιτώνεται πάντα, από την ώρα που θα πάρουμε την στροφή και θα τον πιάσουμε από την αρχή του. Και τον έχω σε απίστευτη πίεση, σε όλο το μήκος του. Υποφέρει το σκυλί, προκειμένου να μην βγάλει άχνα. Φτάνουμε λοιπόν και έξω από το πιτοειδές που λυσσάει. Ο Μάρκος ο φουκαράς, είναι κάτσε/κάτω/σήκω/ανάσκελα/διατάσεις/επικύψεις/κάμψεις/μέτρα μέχρι το δέκα και φτου απ'την αρχή. Βράζει μέσα του και είναι στο τσακ να εκραγεί. Εγώ ιδρώνω/ξειδρώνω από την προσπάθεια να τον κρατήσω. Λίγα μέτρα παραπάνω, έχω πάρει μάτι έναν κυριούλη που κάτι μαστορεύει σ'ενα αμάξι, μέσα στα σκοτάδια και μας κοιτάει έντονα. Κάποια στιγμή, κάτι νομίζω ότι είπε, αλλά από την πολύ φασαρία του αυλόσκυλου, ούτε και μπορούσα να ακούσω. Στο καπάκι μου έρχεται τρεχαλίτσα. Και τι μου λέει;
- Αντε ρε κοπέλλα μου, τι κάθεσαι τόση ώρα εδώ;
- Τι λέτε κύριε, του λέω; Τι κάθομαι τόση ώρα, που; Στον δρόμο;;;;;;
- Ναι, μου λέει. Τι κάθεσαι τόση ώρα, με τον σκύλο σου κάτσε/κάτω και κάτσε/κάτω, δεν βλέπεις τι γίνεται;
- Το βλέπω κύριε του λέω, αλλά δεν με νοιάζει. Δεν είναι δικό μου πρόβλημα
- Ναι αλλά είναι δικό μου, μου λέει...[προφανώς ήτο δικός του ο μαντρόσκυλος, αλλά αυτός έμενε στην απέναντι πολυκατοικία, στην οποία είχαν αρχίσει ήδη και έβγαιναν στα μπαλκόνια, γιατί εννοείται ότι γκαρίζαμε -και περισσότερο εγώ- γιατί που να ακουστούμε από την φασαρία, και ο κυριούλης τον είχαν ζώσει τα μαύρα φίδια και στραβοκοίταζε και τα μπαλκόνια, μην τον κοιτάει και κανείς].
- Αν είναι δικό σου πρόβλημα του λέω, να βρεις τρόπο να το λύσεις, γιατί εμένα δεν μου καίγεται καρφί.
Φεύγει λοιπόν τρέχοντας, κλειδώνει άρον-άρον το αμάξι του και ξαναγυρνάει τρεχαλίτσα, να μπει να κρυφτεί στην πολυκατοικία, γιατί ο χαμός πλέον ήταν ανυπόφορος και τα μπαλκόνια γεμάτα. Ο Μαρκούλης στο κάτσε τόση ώρα, να λυσσάει κυρίως αθόρυβα ο καημένος. Την ώρα που περνάει μπροστά μου, μου λέει:
- Είσαι εντελώς αναίσθητη...
- Εγώ του λέω είμαι αναίσθητη, ή εσύ θρασσύς; [μου έφυγε ο πληθυντικός ευγενείας εκεί]...μην φεύγεις του λέω...στάσου μύγδαλα...μην φεύγεις...τώρα θα ξαναπεράσω μπροστά απ'το μαντρόσκυλο [γιατί είχα κάνει και 5 βήματα στο μεταξύ] και θα περνάω και κάθε μέρα ε; Μην χανόμαστε...να τα λέμε...
Και πρέπει να πέρασα από κει, καμμιά 10αριά φορές, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω λες και έκανα παρέλαση.
Και συνήθως περνάω πάντα και με τους τρεις μαζί. Δεν κοντοστέκομαι, αλλά περνάω. Και όπως προείπα, όταν τους έχω και τους τρεις, ή που σκιάζονται και δεν το σκέφτονται καν να μου μιλήσουν, ή που τους πιάνουν τα γέλια...