Να σας πω και ‘γω μια εμπειρία…
Η δικιά μου, βρέξει – χιονίσει την ανάγκη της θα την κάνει στον κήπο. Χοντρή ή ψιλή, στον κήπο. Ποτέ έξω. Έχει τύχει μετά από 6ωρη έξοδο (βόλτα-παιχνίδι-καφέ και ξαναμανά βόλτα), να γυρίσει πίσω και να τρέξει αμέσως στον κήπο να τα κάνει. Δε τη διορθώνω, μιας και δε με ενοχλεί, ίσα ίσα με βολεύει να τα μαζεύω από το κήπο, αντί να γυρνάω με τη σκ@τοσακούλα στο χέρι προς αναζήτηση κάδου.
Ένα Σάββατο πρωί (όταν η Πικα ήταν περίπου 5 μηνών), πάμε για βόλτα και καθώς περνάμε από τον κήπο, σταματάει και μου τα κάνει. Τα μαζεύω με τη σακουλίτσα που είχα, σκέφτομαι ότι «το βράδυ πάλι», δε παίρνω άλλη σακούλα και φεύγουμε.
Περπατάμε, σταματάμε, τρέχουμε και φτάνουμε σε μια αυλή με μαζεμένες μέσα 6-7 γιαγιάδες, με κάτι βλέμματα που έσταζαν κακία. Σκηνή από ελληνική ταινία της δεκαετίας του ’60 με τη Τασσώ Καββαδία πρωταγωνίστρια. Σταματάει, λοιπόν, η Πικα, μπροστά τους και αρχίζει να μυρίζει. Ξεκινάνε λοιπόν..
Γιαγιά1: Μμμμμ, θέλει και βόλτα τρομάρα της
Εγώ: Είναι κουτάβι, κυρία μου, τώρα μαθαίνει τον κόσμο
Γιαγιά1: Ναι, μη χάσει…
Γιαγιά2: Εδώ άνθρωποι και δε βγαίνουν βόλτα πια
Εγώ: Ε, ας βγούνε, τι να κάνω εγώ;
Γιαγιά2: Δεν έχουνε λεφτά
Εγώ: Μα, όπως βλέπετε, και εγώ δε ξοδεύω τίποτα στη βόλτα
Γιαγια3: Κάνε κανα παιδί να ασχοληθείς μαζί του, αντί να ασχολείσαι με τα σκυλιά
Εγώ: Έχω καλή μου κυρία
Γιαγιάδες (όλες μαζί εν χορώ) : Και που είναι τώρα;
Εγώ: Κοιμάται
Γιαγιάδες (όλες μαζί εν χορώ) : Ορίστε, βγάζει το σκυλί βόλτα και το παιδί είναι κλεισμένο μέσα
Εγώ: Ξέρετε, δεν έχει σαραντίσει ακόμα ο μικρός
Γιαγιάδες (όλες μαζί εν χορώ) : Ορίστε, βγάζει το σκυλί βόλτα και παρατάει το παιδί κλεισμένο μέσα ασαράντιστο
Εγώ: Δεν είναι μόνο του, είναι με τη μητέρα του
Γιαγιάδες (όλες μαζί εν χορώ) : Ααααα, βγάζει το σκυλί βόλτα και παρατάει το παιδί ΚΑΙ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ κλεισμένα μέσα.
Κάπου εκεί η Πίκα θεωρεί πως η κουβέντα μετατρέπεται σε ατέρμονους παράλληλους μονολόγους και αποφασίζει να δώσει τέλος. Τρέχει ακριβώς στην είσοδο της αυλής, παίρνει θέση χεσίματος, κοιτάζοντάς τες με βλέμμα Ντε Νίρο «Are you talking to me?»
Σιωπή..
Αφήνει δυο μεγαλοπρεπέστατες κουρ@δες, ξεφυσάει και έρχεται δίπλα μου με στυλ «δε πα να φύγουμε τώρα από τις μουρλές;»
Αποσβολωμένες οι γιαγιάδες, με τις κουρ@δες να αχνίζουν ακριβώς στην αυλόπορτά τους, και εγώ να αναρωτιέμαι πως διάολο θα τις μαζέψω αφού δεν έχω σακούλα, αρχίζουν τα πρώτα ουρλιαχτά.
Ψάχνομαι, βρίσκω δυο χαρτομάντιλα στην κωλότσεπη, πάω, τις μαζεύω εν μέσω αποδοκιμασιών, αλλά δεν μπορούσα να κρατηθώ.
«Αυτές δικές σας είναι; Τις θέλετε ή να τις πετάξω;»
Και κάπως έτσι η Πίκα άρχισε να μαθαίνει το κόσμο