Σε σχέση με τα μέρη του κρέατος ο κτηνίατρος Κων/νος Χανδράς σημειώνει ότι:
“Πηγή προέλευσης της πρωτεΐνης:
Εδώ θα ξεχωρίσουμε το καθαρό κρέας από τα υποπροϊόντα. Σήμερα ξέρουμε ότι τα υποπροϊόντα κρέατος και ειδικά, όπως είδαμε, αυτά των πουλερικών,
έχουν μεγάλη βιολογική αξία.
Σε αυτά περιλαμβάνονται
το δέρμα, τα άκρα, οι φτερούγες, τα κόκκαλα κ.λπ.
Όμως,
περιέχουν και μεγάλη ποσότητα συνθετικών ιστών που δεν μπορούν να διασπαστούν από τα πεπτικά ένζυμα. Έτσι, η πεπτικότητά τους είναι πολύ χαμηλή και όταν μάλιστα επικρατούν στη διατροφή τού ζώου, αποτελούν χειρότερη πηγή πρωτεΐνης ακόμα και από αυτή των δημητριακών. Πολλοί, διαβάζοντας το συγκεκριμένο άρθρο, μπορεί σε αυτό το σημείο να σκεφτούν ότι από τη στιγμή που οι πρωτεΐνες θα διασπαστούν από τον οργανισμό του ζώου σε αμινοξέα, τα κύτταρα δεν έχουν τρόπο να διαφοροποιήσουν την προέλευσή τους, να «καταλάβουν», δηλαδή, αν προέρχονται από κρέας, αβγό, ψάρι, σόγια, γάλα ή είναι συνθετικά.
Όμως, η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική. Ο οργανισμός χρησιμοποιώντας συνθετικά ή άλλης προέλευσης (μη ζωικής) αμινοξέα δεν είναι το ίδιο αποτελεσματικός όσο όταν χρησιμοποιεί καλή και φυσική πηγή πρωτεΐνης, δηλαδή καθαρό κρέας. Υπάρχει όμως και ένας ακόμα λόγος. Τα ζώα καταναλώνοντας πρωτεΐνες ζωικής προέλευσης παράγουν όξινα ούρα, γεγονός που προλαμβάνει τη δημιουργία κρυστάλλων στρουβίτη και αποτρέπει το ουρολογικό σύνδρομο (F.U.S.).”
Πηγή:
ΠΡΩΤΕΪΝΕΣ - www.skilia.gr
Το κείμενο αναφέρεται (και; ) στην ξηρά καθώς ο άλλος παράγοντας που επηρεάζει την πεπτικότητα της πρωτεΐνης, σύμφωνα με τον κτηνίατρο που το υπογράφει, είναι η διαδικασία επεξεργασίας της πηγής της. Παρόλα αυτά δεν σχετίζει τον έναν παράγοντα (πηγή πρωτεΐνης) ως αλληλένδετο με τον άλλον (επεξεργασία). Συνεπώς εύλογα τα παραπάνω υποθέτω ότι ισχύουν (/αν ισχύουν, δεν έχω ιδέα για την επιστημονική τους βασιμότητα) και στην ωμή διατροφή.