Χθες η βόλτα ήταν όλη μια ενόχληση...
Ήταν η γρήγορη πρωινή, η δεν-έχω-πιεί-ούτε-καφέ, τσίσα-κακά και σπίτι.
Έχουμε κάνει τη μισή βόλτα χωρίς πρόβλημα (και έχω πάρει τα πάνω μου) και εκεί που κάνει, λοιπόν, τα κακάκια του ωραία και καλά συναντιούνται τυχαία ένας κύριος και μια κυρία και αρχίζουν τα
"αααα τάκη, τι κάνεις, τάκη?" "καλέ μαρία, δεν το πιστεύω, καλά εσύ?" και αγκαλιές και φιλιά στο ένα μέτρο από την ...δημιουργία. Εμπνεύστηκαν οι άνθρωποι, και εντάξει, την ώρα της δημιουργίας δεν δίνει σημασία, άντε μετά να τον έχεις από τη μία να μαζέψεις τα δημιουργήματα και να έχεις το νου σου μη σου έρθουν ο τάκης με τη μαρία πάνω στο σκύλο, μην πάει ο άλλος πάνω στον τάκη και τη μαρία, και γύρω γύρω μη βρεθεί και κανένας άλλος γνωστός.
Πάει αυτό και φεύγουμε και βλέπω πως έρχεται κατά πάνω μας παππούς με πι. Αποφασίζω να διασταυρωθούμε γιατί δεν γίνεται μόνιμα να τους αποφεύγω όλους, πάω όσο πιο άκρη γίνεται στο πεζοδρόμιο και συνεχίζω. Μια χαρά ο δικός μου και με το που φτάνουμε στο ίδιο ύψος με τον παππού γίνεται το σώσε
(με ξένους στο δρόμο που απλώς διασταυρωνόμαστε γαβγίζει πια εξαιρετικά σπάνια). Δεν κατάλαβα γιατί, γιατί δεν είχα τον νου μου στον παππού -αλλά στοιχηματίζω πως θα το έβαλε το χεράκι του. Γαβγίζει, ωρύεται, τραβάει, οριακά δεν τον έφτανε τον παππού ο οποίος είχε στηθεί και παρακολουθούσε, μισό μέτρο από το τρελαμένο τέρας. Βρε καλέ μου παππούλη γιατί δεν πας στην ευχή του θεούλη, μην αρχίσω τα κάλαντα? Γιατί όλος ο κόσμος βρε παιδιά όταν βλέπει το πλάσμα να μαίνεται μένει στη θέση του ασάλευτος και παρακολουθεί?
Τέλος πάντων, τον μάζεψα με τα πολλά και φύγαμε και ο παππούς καμάρωνε.
Φτάνουμε στο σπίτι μας και μέσα στη φούρια μου αφήνω την καγκελόπορτα μισάνοιχτη. Χτυπάω το κουδούνι
(πρέπει να ήταν η πρώτη φορά που βγήκα βόλτα χωρίς κλειδιά, αλλά έτσι είναι) και βλέπω να ζυγώνει μπαμπάς κρατώντας ΓΠ και παιδάκι 7-8 χρονών. Ξαναχτυπάω μπας και προλάβω να μπω και βλέπω με μεγάλη χαρά τον μπαμπά να δίνει το ΓΠ στο παιδάκι.
Όντως τώρα? σκέφτομαι, χτυπάω το κουδούνι
(η μανούλα άπλωνε ρούχα), λέω στον μπαμπά μόλις βλέπω ότι με είδε "δεν τον κρατάτε εσείς καλύτερα?" και μου απαντάει "μα τι σε νοιάζει, δεμένος είναι". Η πόρτα, υπενθυμίζω, μισάνοιχτη και να μπει ο άλλος γινόταν σέρνοντας το μικρό που ζύγιζε λιγότερα κιλά από τον σκύλο και να βγει ο δικός μου. Αχ και τον παίρνει πρέφα ο δικός μου και αρχίζει τον εξάψαλμο, πανικός (ήμασταν πια και στο σπίτι του και γίνεται πολύ χειρότερος), με το ζόρι τον κράταγα. Σε αυτή τη φάση μας άκουσε και η μανούλα -μαζί με όλη τη γειτονιά- και μας άνοιξε και κάπου εκεί τελείωσε η ωραία πρωινή βόλτα μας -με ξύπνησε και καλύτερα από τον καφέ που δεν είχα πιει.
---------Παραλήρημα τέλος, κάπου έπρεπε κι εγώ να τα πω---------