Εχθές ήταν μια πολύ τραυματική νύχτα. Θα προσπαθήσω να το συνοψίσω όσο μπορώ. Η Άρυα είναι σε οίστρο. Ένα το κρατούμενο. Την έβγαλα βόλτα περίπου 11 παρά καθώς τότε είναι πιο ήρεμα και δεν κυκλοφορούν δεσποζόμενα… Σα να ξεχάστηκα όμως για τα αδέσποτα. Σκάει λοιπόν ποιμενικό το οποίο κόβω γύρω στα 50+ κιλά. Με έφτανε στην μέση στα 4 (το κεφάλι του). Έκλαιγε εκείνο, άρχισε να την μυρίζει, η Άρυα φρίκαρε, τόσο που παρόλο που δεν την ακούμπησε άρχισε να τσιρίζει ανεξέλεγκτα. Δεν γάβγισε ούτε μια φορά, απλά τσίριζε. Την σήκωσα (προσπάθησα τουλάχιστον γιατί 12 κιλά είναι δύσκολα να σηκωθούν από εμένα) και έκανε ακροβατικά, συνέχισε να τσιρίζει γιατί πήδαγε επάνω μας το αδέσποτο, τι του φώναζα, τι το έσπρωξα, τι χτύπησα το πόδι μου στην άσφαλτο, δεν πτοήθηκε. Έτσι την άφησα κάτω, της έδεσα σφιχτά το λουρί γιατί έκανε κωλιές να φύγει από πίσω, και την προστάτευα από όλες τις μεριές. Το μεγαλύτερο μου πρόβλημα ήταν να μην του επιτεθεί η Άρυα γιατί αν της το γύρναγε, με ένα τίναγμα τελείωσε. Δεν ξέρω πως άντεξα ειλικρινά να φτάσω μέχρι το σπίτι χωρίς να λιποθυμήσω. Μας έφτασε κυριολεκτικά μέχρι την πόρτα εισόδου και ήθελε να μπει και μαζί μας μέσα, η Άρυα του γρύλιζε όταν μας κόλλησε σε μια γωνία και λέω «Αυτό ήταν». Εν τέλη άνοιξα πόρτα την έχωσα μέσα και μπήκα από το μικρό άνοιγμα που άφησα.
Έχω κουραστεί. Έχω κουραστεί και το παραδέχομαι. Να βγαίνω βόλτα και να σκανάρω όλο τον χώρο από 5 φορές. Να με πιάνουν κρίσεις πανικού. Και το κυριότερο, να πιστεύω ότι κάθε βόλτα μας θα είναι η τελευταία μας. Μπορεί να ακούγεται over dramatic αλλά έτσι νιώθω μονίμως πλέον. Και ήθελα κάπου να το πω. Αυτό.
Υποσημείωση: Το καλοκαίρι θα στειρωθεί, το έχουμε ήδη συζητήσει