Αλλη μια βαλανιδια στους προποδες του Ελικωνα, αυτη τη φορα το ειδος ειναι η χνοωδης δρυς
2.17.11. Quercus pubescens Willd.
Κοινές ονομασίες: Χνοώδης δρυς, μεράδι, ασπροβελανιδιά, white oak, downy oak.
Περιγραφή
Φυλλοβόλο δέντρο, ύψους έως 25 m, με διάμετρο κορμού 1,5 m ή περισσότερο. Ο φλοιός του είναι σταχτο-
κάστανος και μετατρέπεται σε ξηρόφλοιο που σχίζεται σε ορθογώνια τμήματα. Οι κλαδίσκοι είναι καφετιοί
και πυκνά χνουδωτοί. Οι οφθαλμοί είναι ωοειδείς, χνουδωτοί και ερυθροκάστανοι.
Τα φύλλα, μήκους 3-13 cm, είναι ποικιλόμορφα, γενικά επιμήκως αντωοειδή, με 3-6 ζεύγη ακανόνιστων λοβών, οι οποίοι μπορεί να είναι οξείς ή αμβλείς. Η κορυφή τους είναι αμβλεία, ενώ η βάση τους στρογγυλεμέ-
νη ή σχεδόν καρδιοειδής. Η άνω επιφάνεια είναι γκριζοπράσινη με διάσπαρτο αστερόμορφο τρίχωμα, ενώ η κάτω ωχροπράσινη με περισσότερο ή λιγότερο πυκνό γκριζόλευκο τρίχωμα. Ο μίσχος, μήκους έως 2,5 cm,
δεν έχει αυλάκωση, αλλά έχει πυκνό χνούδι.
Τα αρσενικά άνθη φύονται σε πρασινωπούς, κρεμάμενους ίουλους. Τα θηλυκά φύονται ανά 1-4 σε απόδισκα
ή βραχυπόδισκα σταχυόμορφα κεφάλια. Η άνθηση γίνεται κατά τον Μάιο.
Το κάρυο είναι ωοειδές και οξυκόρυφο. Το κύπελλο είναι αβαθές, διαμέτρου έως 1,5 cm, ημισφαιρικό, το
οποίο φέρεται σε βραχύ ποδίσκο. Τα βράκτια είναι πιεσμένα στο κύπελλο, λογχοειδή, λίγο ή πολύ διογκωμέ-
να, χνουδωτά. Η ωρίμανση και η πτώση τους γίνεται κατά τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του χρόνου άνθησης.
Λόγω της ιδιαίτερα μεγάλης ποικιλομορφίας του είδους στο παρελθόν προτάθηκε η ταξινομική διάσπαση της
Q. pubescens σε επιμέρους είδη όπως Q. brachyphylla, Q. virgiliana, Q crispata. Εντούτοις, σήμερα τα παρα-
πάνω δεν αποτελούν αποδεκτά taxa, καθώς διαπιστώθηκε ότι η μορφολογική ποικιλότητα συχνά οφείλεται σε
παράγοντες του σταθμού και, κυρίως, δεν συσχετίζεται με συγκεκριμένη γεωγραφική κατανομή.
Γεωγραφική κατανομή – ενδιαίτημα
H Q. pubescens είναι είδος της δυτικής, κεντρικής και νότιας Ευρώπης, με εξάπλωση που φτάνει στη Μικρά
Ασία και την Κριμαία. Στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα κοινό είδος στα ηπειρωτικά, ενώ εμφανίζεται σε αρκετά
μεγάλα νησιά. Η εξάπλωσή της εντοπίζεται, κυρίως, στις ημιορεινές περιοχές και σε γενικό υψομετρικό εύρος
200-1.200 m. Είναι φωτόφιλο και μέτρια θερμόφιλο είδος, ανθεκτικό σε ξηρά, αβαθή και πετρώδη εδάφη.
Δημιουργεί αμιγείς συστάδες ή συχνά εισέρχεται στα δάση της Q. frainetto και στις συστάδες των ειδών Q.
coccifera και Carpinus orientalis. Ώριμα σπερμοφυή άτομα χνοώδους δρυός εμφανίζονται μεμονωμένα ή σε
ομάδες δίπλα σε δρόμους, μέσα σε λιβάδια ή αγρούς, αποτελώντας τα υπολείμματα των αρχικών δασών του
είδους, τα οποία σταδιακά εκχερσώθηκαν και μετατράπηκαν σε αγροτική γη.
Καθεστώς προστασίας – κατάσταση διατήρησης
Ισχύει το καθεστώς που αναφέρεται για την Q. cerris.
2.17.11. Quercus pubescens Willd.
Κοινές ονομασίες: Χνοώδης δρυς, μεράδι, ασπροβελανιδιά, white oak, downy oak.
Περιγραφή
Φυλλοβόλο δέντρο, ύψους έως 25 m, με διάμετρο κορμού 1,5 m ή περισσότερο. Ο φλοιός του είναι σταχτο-
κάστανος και μετατρέπεται σε ξηρόφλοιο που σχίζεται σε ορθογώνια τμήματα. Οι κλαδίσκοι είναι καφετιοί
και πυκνά χνουδωτοί. Οι οφθαλμοί είναι ωοειδείς, χνουδωτοί και ερυθροκάστανοι.
Τα φύλλα, μήκους 3-13 cm, είναι ποικιλόμορφα, γενικά επιμήκως αντωοειδή, με 3-6 ζεύγη ακανόνιστων λοβών, οι οποίοι μπορεί να είναι οξείς ή αμβλείς. Η κορυφή τους είναι αμβλεία, ενώ η βάση τους στρογγυλεμέ-
νη ή σχεδόν καρδιοειδής. Η άνω επιφάνεια είναι γκριζοπράσινη με διάσπαρτο αστερόμορφο τρίχωμα, ενώ η κάτω ωχροπράσινη με περισσότερο ή λιγότερο πυκνό γκριζόλευκο τρίχωμα. Ο μίσχος, μήκους έως 2,5 cm,
δεν έχει αυλάκωση, αλλά έχει πυκνό χνούδι.
Τα αρσενικά άνθη φύονται σε πρασινωπούς, κρεμάμενους ίουλους. Τα θηλυκά φύονται ανά 1-4 σε απόδισκα
ή βραχυπόδισκα σταχυόμορφα κεφάλια. Η άνθηση γίνεται κατά τον Μάιο.
Το κάρυο είναι ωοειδές και οξυκόρυφο. Το κύπελλο είναι αβαθές, διαμέτρου έως 1,5 cm, ημισφαιρικό, το
οποίο φέρεται σε βραχύ ποδίσκο. Τα βράκτια είναι πιεσμένα στο κύπελλο, λογχοειδή, λίγο ή πολύ διογκωμέ-
να, χνουδωτά. Η ωρίμανση και η πτώση τους γίνεται κατά τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του χρόνου άνθησης.
Λόγω της ιδιαίτερα μεγάλης ποικιλομορφίας του είδους στο παρελθόν προτάθηκε η ταξινομική διάσπαση της
Q. pubescens σε επιμέρους είδη όπως Q. brachyphylla, Q. virgiliana, Q crispata. Εντούτοις, σήμερα τα παρα-
πάνω δεν αποτελούν αποδεκτά taxa, καθώς διαπιστώθηκε ότι η μορφολογική ποικιλότητα συχνά οφείλεται σε
παράγοντες του σταθμού και, κυρίως, δεν συσχετίζεται με συγκεκριμένη γεωγραφική κατανομή.
Γεωγραφική κατανομή – ενδιαίτημα
H Q. pubescens είναι είδος της δυτικής, κεντρικής και νότιας Ευρώπης, με εξάπλωση που φτάνει στη Μικρά
Ασία και την Κριμαία. Στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα κοινό είδος στα ηπειρωτικά, ενώ εμφανίζεται σε αρκετά
μεγάλα νησιά. Η εξάπλωσή της εντοπίζεται, κυρίως, στις ημιορεινές περιοχές και σε γενικό υψομετρικό εύρος
200-1.200 m. Είναι φωτόφιλο και μέτρια θερμόφιλο είδος, ανθεκτικό σε ξηρά, αβαθή και πετρώδη εδάφη.
Δημιουργεί αμιγείς συστάδες ή συχνά εισέρχεται στα δάση της Q. frainetto και στις συστάδες των ειδών Q.
coccifera και Carpinus orientalis. Ώριμα σπερμοφυή άτομα χνοώδους δρυός εμφανίζονται μεμονωμένα ή σε
ομάδες δίπλα σε δρόμους, μέσα σε λιβάδια ή αγρούς, αποτελώντας τα υπολείμματα των αρχικών δασών του
είδους, τα οποία σταδιακά εκχερσώθηκαν και μετατράπηκαν σε αγροτική γη.
Καθεστώς προστασίας – κατάσταση διατήρησης
Ισχύει το καθεστώς που αναφέρεται για την Q. cerris.