Θα την πω την ιστορία γιατί θα σκάσω, γιατί με ενοχλεί η αυτοθυματοποίηση των ιδιοκτητών σκύλων ότι πρέπει να είναι υπερβολικά τυπικοί και παραχωρητικοι, και κυρίως για να δείξω ότι η πεποίθηση ορισμένων ότι "μου ανήκει ο δημόσιος χώρος" δεν περιορίζεται στην αντιμετώπιση σκυλιών και ιδιοκτητών τους, αλλά είναι γενικευμένη νοοτροπία.
Έχει πάνω από 1,5 χρόνο, σκυλοβόλτα κατά τις 2 η ώρα το βράδυ (για την ησυχία μας), μισοκοιμισμένη εγώ. Περνάμε από ένα παρτέρι δίπλα από ένα καφε-μπαρ που εκείνη την ώρα σχεδόν είχε κλείσει, είχαν μαζέψει τραπέζια κτλ και μέσα το προσωπικό έκλεινε. Το παρτέρι αυτό 8 το πρωί με 2 το βράδυ δεν το βλέπεις καν. Έχει καβαλημένα τραπέζια, ανεμοθραύστες, ομπρέλες κτλ. Το μαγαζί είναι μια κουτσουλιά 2χ2 σε μία γωνία με καμιά 25 τραπεζοκαθίσματα σε ταυ γύρω από τη γωνία, σε δύο σειρές, με αφημένο ένα ελάχιστο διάδρομο ανάμεσα από τις σειρές για να περνάει κανάς ανυποψίαστος. Έχει και πολύ πελατεία, πίτα στον κόσμο, οπότε από το δρόμο εκεί απλά δεν περνάς σχεδόν ποτέ. Δε μπορείς, δε μπορείς να στρίψεις, κατάληψη.
Το παρτέρι είναι του δήμου. Σε όλο το συγκεκριμένο δρόμο, 3 μεγάλα οικοδομικά τετράγωνα, έχει τα ίδια ακριβώς παρτέρια. Το συγκεκριμένο έχει στη σειρά ένα μεγάλο δέντρο (που υπάρχει από τότε που γεννήθηκα), χώμα, και στην άκρη του μερικά λουλούδια κ ένα θαμνάκι. Ο Άρης ανεβαίνει ένα δευτερόλεπτο και μυρίζει - ΔΕΝ κατουράει, ΔΕΝ τινάζει τα πόδια - το δέντρο. Δεν θα τον άφηνα να πατήσει τα λουλούδια έτσι κι αλλιώς. Βγαίνει ένας από το καφέ και μου λέει με υφάκι "κοπελιά μπορείς να τον πάρεις από το παρτέρι σε παρακαλώ;" Ναι του λέω και τον παίρνω. Εκεί μες στη νύστα μου συνειδητοποιώ τι έγινε και γυρνάω και τον ρωτάω "αλλά γιατί;" "Ε, να, έχουμε δώσει μια περιουσία για αυτό το παρτεράκι". Μουφάρα μέγιστη, έτσι ήταν δεκαετίες πριν ανοίξει το συγκεκριμένο μαγαζί, άντε να βάλαν τα λουλούδια. Τεσπά, κάτι του λέω ειρωνικά, φεύγω και απλά το βάζω black list.
Πάμε τώρα στο χωρίς σκυλί περιστατικό, φέτος. Μου λέει μια φίλη, άσχετη με τα σκυλολογικά:
"Ήμουν εκεί για καφέ, πίτα το μέρος, και είναι ένα ποζεροαυτοκίνητο παρκαρισμένο στη διάβαση (και ράμπα για αναπηρικά) εκεί μπροστά στο μαγαζί. Περνάει ένας άνθρωπος με αναπηρικό και δε μπορεί να ανέβει από πουθενά. Και είναι μια ώρα και πάει μπρος, πίσω, δεν ξέρω τι να κάνω, να πάω να τον βοηθήσω να κάνουμε το γύρο του τετραγώνου να ανέβει από αλλού, είχε ήδη ένα άτομο παρέα, δεν ξέρω μήπως τον κάνω να νιώσει άσχημα. (Το έχει δει όλο το μαγαζί το σκηνικό σημείωση).
Κι εκεί που σκέφτομαι τι να κάνω και ο άλλος ακόμα παλεύει, βλέπω έναν φουσκωτό στο τραπέζι δίπλα στη διάβαση, βγάζει τα κλειδιά, κάνει μπλιπ μπλιπ, ανοίγει το εν λόγω ποζεροάμαξο ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΕΙ Η ΓΚΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΚΑΤΙ ΑΠ'ΤΗΝ ΤΣΑΝΤΑ ΤΗΣ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΜΕΣΑ. Έγινα έξαλλη, σηκώθηκα πάνω, και πήγα και τον έβρισα" (μου τα περιέγραψε, δε θυμάμαι τι του είπε - και δεν την έπαιρνε κιόλας γιατί ήταν κ γομαράκι ο τύπος).
Και τι γίνεται;;;;;
Βγαίνει ο ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ του μαγαζιού, που την ήξερε κιόλας τη φίλη μου, και της λέει "έλα σε παρακαλώ τώρα, τι είναι αυτά που κάνεις, μην κάνεις σκηνικό".
Του λέει αυτή "τι να σου πω κι εσένα τώρα" και φεύγει, σηκώνονται και κάτι παιδιά από ένα άλλο τραπέζι, του πετάνε τα λεφτά για τους καφέδες στα μούτρα, του λένε κάτι του στυλ "θα πρεπε να ντρέπεσαι" και φεύγουν.
Τι να σεβαστώ από αυτόν τον καταστηματάρχη; Αλήθεια τώρα;