(Άρθρο του Δρ. Μανόλη Ι. Στεφανάκη, αρχαιολόγου, Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Αιγαίου)
Η εικόνα του κρητικού κυνηγόσκυλου, όπως αυτό διασώζεται μέχρι και σήμερα μας είναι γνωστή ήδη από τη Μινωική εποχή, καθώς ο κρητικός σκύλος αποτυπώνεται πάνω σε μινωικές σφραγίδες και σφραγιστικά δακτυλίδι
Αν και είναι άγνωστο από πού έλκει τις ρίζες του, ο κρητικός σκύλος απόκτησε παρελθόν την εποχή κατά την οποία άρχισε να διαμορφώνεται ο μύθος στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Έτσι όλα φαίνεται να ξεκίνησαν από τον καιρό της γέννησης του Δία, όταν η τροφός του στο Ιδαίον Άντρον, η αίγα Αμάλθεια, είχε ανάγκη προστασίας, καθήκον το οποίο ανέλαβε ένας ιερός χρυσός σκύλος, ο οποίος δεν επέτρεπε σε κανένα να πλησιάσει το ιερό σπήλαιο, έργο και δώρο του Ηφαίστου στο νεογέννητο.
Μετά τη νίκη των Θεών επί των Γιγάντων και των Τιτάνων και πριν ο Δίας πάρει το δρόμο του για τον Όλυμπο, όρισε το ίδιο σκύλο φύλακα του ιερού του στο νησί. Το σκύλο αυτό έκλεψε, λίγο αργότερα, ο Πανδάρεος και τον πήγε στο Σίπυλον Όρος, στη Μ. Ασία, όπου τον εμπιστεύτηκε στον Τάνταλο να τον κρύψει στο παλάτι του, καθώς θεοί και δαίμονες έψαχναν τον κλέφτη. Όταν αργότερα γύρισε για να τον ζητήσει, ο Τάνταλος, θέλοντας να τον κρατήσει για τον εαυτό του, αρνήθηκε ότι τον είχε παραλάβει ποτέ. Οι θεοί, όμως, που γρήγορα ανακάλυψαν τους δύο κλέφτες, τους τιμώρησαν χωρίς οίκτο, τον μεν Πανδάρεω απολιθώνοντάς τον δε Τάνταλο καταδικάζοντάς τον σε αιώνια δίψα και πείνα.
Κατά μιαν άλλη εκδοχή του μύθου, αυτό το κυνηγόσκυλο ήταν το δεύτερο δώρο, μετά τον χάλκινο γίγαντα Τάλω, που έκανε ο Δίας στην ερωμένη του Ευρώπη . Μάλιστα το είχε προικίσει με το θεϊκό χάρισμα να μη χάνει ποτέ το θήραμά του, αλλά πάντα να συλλαμβάνει οτιδήποτε κυνηγούσε. Η Ευρώπη το παρέδωσε με τη σειρά της στον αγαπημένο γιό της, το Μίνωα, που του άρεσε το κυνήγι, εκείνος όμως αναγκάστηκε να τον δώσει ως αντάλλαγμα στην Αθηναία Πρόκριδα, η οποία τον θεράπευσε από την τρομερή αρρώστια-κατάρα που τον βάραινε: όταν ξάπλωνε με μια γυναίκα, έβγαιναν από το κορμί του ερπετά και κατέτρωγαν τη σύντροφό του.
Ο σκύλος πέρασε με τη σειρά του, με το όνομα «Λαίλαπα», στον Αθηναίο Κέφαλο, σύντροφο της Πρόκριδος. Όταν η τελευταία πέθανε, ατυχώς, από το χέρι του εραστή της, εκείνος εξορίστηκε στη Θήβα. Εκείνη την εποχή οι Θηβαίοι βασανίζονταν από μια θεϊκή κατάρα, καθώς μια αλεπού με το θεϊκό χάρισμα να μην μπορεί να τη φτάσει στο κυνήγι κανένα άλλο ζωντανό, είχε αποσταλεί από τους θεούς και κατάστρεφε τις καλλιέργειές τους. Για να την εξευμενίζουν οι Θηβαίοι ήταν υποχρεωμένοι να της προσφέρουν κάθε μήνα ένα παιδί για να το κατασπαράξει. Ο Κέφαλος πείστηκε να τους βοηθήσει στο κυνήγι της αλεπούς με τον κρητικό του σκύλο. Το κυνήγι όμως δεν είχε νόημα καθώς ο σκύλος δεν μπορούσε με τίποτε να χάσει το θήραμά του και η αλεπού με κανένα τρόπο δεν μπορούσε να συλληφθεί. Μερόνυχτα έτρεχαν τα δύο ζώα μέσα στα δάση χωρίς αποτέλεσμα, ώσπου ο Δίας τα λυπήθηκε και τα απάλλαξε από το μαρτύριό τους απολιθώνοντάς τα.
Ο μύθος του κρητικού σκύλου κρύβει καταρχάς την αγάπη των Κρητών για το κυνήγι αλλά και την υπερηφάνεια τους για τις ξεχωριστές ικανότητες της κρητικής κυνηγετικής ράτσας, που οι αρχαίοι συγγραφείς αποκαλούσαν «διάπονους», ακούραστους δηλαδή στο τρέξιμο, και «πάριππους», επειδή έτρεχαν με άνεση δίπλα στα γοργοπόδαρα άλογα. Τέτοιος μάλιστα ήταν ο σεβασμός τους προς το πιστό και ικανό αυτό ζώο, ώστε δε δίστασαν να το συνδέσουν απευθείας με τον μεγάλο θεό τους, τον Κρηταγενή Δία, την ασφάλεια του οποίου, όσο ήταν ακόμη βρέφος, είχε αναλάβει ένας σκύλος. Μάλιστα το επίθετο «Σκύλιος», που ο Δίας φέρει στη νότια-κεντρική Κρήτη, θεωρείται από ορισμένους μελετητές ως μια ακόμη ένδειξη της στενής σχέσης του με τα σκυλιά, αν και η πιθανότητα το επίθετο να αναφέρεται σε σκύλα (=λάφυρα -τρόπαια) –εν προκειμένω στο Δία «σκυλοφόρο» ή «τροπαιούχο»– είναι μάλλον ισχυρότερη.
Στη συνέχεια, στη δυτική Κρήτη τουλάχιστον, ο κρητικός σκύλος έγινε ο αχώριστος σύντροφος της μεγάλης τοπικής θεότητας Δίκτυννας, που, κατ’ αναλογία με την ελλαδική Άρτεμη, ήταν δεινή κυνηγέτιδα. Είναι άλλωστε γνωστό από τις αρχαίες πηγές, ότι πολλοί τέτοιοι σκύλοι φρουρούσαν και τον πλούσιο ναό της, το Δικτύνναιον, στις Μένιες της Σπάθας.
Σχετική με τον μύθο του Κέφαλου και το κυνήγι της αλεπούς είναι πιθανότατα η άποψη που εκφράζει ο σχολιαστής του Καλλιμάχου, ο οποίος ταυτίζει τον κρητικό σκύλο με την ράτσα των «κυνοσουριδών», λακωνική στην προέλευση. Δεν αποκλείεται ο μύθος του κυνηγιού της αλεπούς να τον επηρέασε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρήσει την κυνοσούριδα αποτέλεσμα συνεύρεσης σκύλου και αλεπούς. Έχει ωστόσο θεωρηθεί ότι τα κρητικά κυνηγόσκυλα μοιάζουν πολύ με τα λακωνικά, πράγμα που δεν πρέπει να μας ξενίζει, αφού κατά την αρχαιότητα οι σχέσεις της Κρήτης με την Πελοπόννησο ήταν ιδιαίτερα στενές. Τα χαρακτηριστικά της ράτσας είναι το μακρύ λεπτό και ευκίνητο κορμί, τα δυνατά πίσω πόδια, τα προεξέχοντα πλευρά, ανάβαθη αυλακιά που ξεχωρίζει τους μύες της κοιλιάς, η ελαφρά γυριστή ουρά και το μακρύ πρόσωπο με τα κοντά αυτιά.
Ιδιαίτερα έντονη είναι η εμφάνιση του κρητικού σκύλου στα νομίσματα της Δυτικής Κρήτης, ενώ πολύ περιορισμένη είναι η εμφάνισή του σε νομίσματα του κεντρικού τμήματος του νησιού.
Κυδωνία
Ιδιαίτερη θέση φαίνεται να έχει ο κρητικός σκύλος, ως κυνηγόσκυλο-ιχνηλάτης, στη νομισματική τέχνη της Κυδωνίας, ως το αγαπημένο ζώο της Δίκτυννας, θεάς προστάτιδας του κυνηγιού.
http://www.kritikosichnilatis.gr/gr/adarxeologikaevrimata.html