Οδύσσεια ρ, 290-327
(μτφρ. Ν. Καζαντζάκη – Ι. Θ. Κακριδή)
Έτσι μιλούσαν συναλλήλως τους εκείνοι οι δυο, και τότε
αφτιά και κεφαλή ανασήκωσε, κει που ᾽ταν πλαγιασμένος,
ο Άργος ο σκύλος· τον μεγάλωνε, πριχού στην Τροία την άγια
φύγει ο Οδυσσέας ο καρτερόψυχος, μα δεν τον χάρηκε, όχι!
Στα πρώτα χρόνια οι νιοι τον έπαιρναν αγριμολόοι μαζί τους,
λαγούς, ζαρκάδια κι αγριοκάτσικα να κυνηγούν κατόπι,
σαν είχε πια μισέψει ο αφέντης του, μες στην κοπριά την πλήθια
των μουλαριών τον παραπέταξαν και των βοδιών, που απόξω
απ΄ την αυλόπορτα σωριάζουνταν, οι δούλοι ως να την πάρουν
για του Οδυσσέα τ΄ αμπελοχώραφα, το χώμα να φουσκίσουν.
Κει πάνω ο σκύλος ο Άργος κοίτουνταν, τσιμπούρια φορτωμένος·
μα ξάφνου, μπρος του μόλις ένιωσε τον Οδυσσέα να στέκει,
μεμιάς τα δυο του αφτιά κατέβασε κουνώντας την ουρά του,
μα στον αφέντη του σιμότερα πια δε βαστούσε να ᾽ρθει.
Κι αυτός, την όψη αλλού γυρίζοντας, εσφούγγιξε ένα δάκρυ,
τον Εύμαιο ξεγελώντας εύκολα, και τούτα τον ρωτούσε:
«Τέτοιο σκυλί πολύ παράξενο να το ᾽χουν πεταμένο
μες στις κοπριές· αλήθεια, έχει όμορφο σκαρί, μα δεν κατέχω
εξόν την ομορφιά και γρήγορα, παλιά, τα πόδια αν είχε.
Μπας κι ήταν απ΄ αυτά που τριγυρνούν στις τάβλες των αρχόντων
και που αν οι αφέντες τους τα γνοιάζουνται, τα θέλουν για στολίδι;»
Εύμαιε, και συ του απηλογήθηκες, χοιροβοσκέ, και του ᾽πες:
«Είναι του αντρός, μακριά που εχάθηκε στα ξένα, ο σκύλος τούτος·
την ίδια τώρα να ᾽χε ανάκαρα και το κορμί σαν τότε,
που εκείνος το άφηκε μισεύοντας κατά της Τροίας τα μέρη,
τη δύναμή του θα καμάρωνες και τα γοργά του πόδια.
Κανένα αγρίμι δε του γλίτωνε στα πιο βαθιά του δάσου,
σαν το ΄στρωνε μπροστά, τι του ᾽βρισκε μεμιάς ξανά τ΄ αχνάρια.
Μα τώρα δυστυχάει, του χάθηκε το αφεντικό στα ξένα,
δεν το φροντίζουν πια οι γυναίκες μας στην τόση αξεγνοιασιά τους.
Έτσι είναι οι δούλοι, τον αφέντη τους που έχασαν κι η κυβέρνια
τους λείπει: πια δεν έχουν όρεξη σωστή δουλειά να κάμουν.
Αλήθεια, τη μισή ο βροντόλαλος ο Δίας αξιά του ανθρώπου
του παίρνει απ΄ τη στιγμή που επλάκωσε γι᾽ αυτόν σκλαβιάς ημέρα!»
Σαν είπε αυτά, στο αρχοντοκάμωτο παλάτι μέσα εδιάβη
κι ευτύς στον αντρωνίτη βρέθηκε μαζί με τους μνηστήρες.
Όμως τον Άργο η μοίρα εσκέπασε του σκοτεινού θανάτου,
τον Οδυσσέα μόλις αντίκρισε στα είκοσι χρόνια απάνω.