Υπάρχουν παιδοψυχολόγοι, που ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν και πως το κάνουν ώστε να είναι προς όφελος και μόνο όφελος του παιδιού. Αλλά δεν έμεινα εκεί.
Το ψυχολόγο τον πρότεινα πρωτίστως για τη μητέρα. Για το πως θα χειριστεί μια ευαίσθητη κατάσταση, αλλά και την όποια έξτρα δουλεία μπορεί να ανακαλύψει με την ευκαιρία, ότι θα μπορούσε να κάνει η ίδια για τον εαυτό της και κατ' επέκταση για τη σχέση της με το παιδί.
Πολύ μικρός (3-4χρόνων) φοβόμουν τη Θάλασσα. Φοβόμουν να μπω μέσα της.
Οι αιτίες ήταν πολλές, με επικρατέστερη και πιο διασκεδαστική για την αφήγηση, την εικόνα που είχα δημιουργήσει στη φαντασία μου, ενός βυθού (σε τομή) γεμάτου από ψάρια όλων των μεγεθών, όπου το μεγάλο τρώει το μικρό και όλα μαζί θα τσιμπολογούσαν ή και θα κατασπάραζαν εμένα.. Δεν είχα ακόμα αναπτύξει τη δυνατότητα να επικοινωνήσω αυτή την φανταστική εικόνα, άσε που δε νομίζω και να με ρώτησαν και ποτέ. Φυσικά δεν είχα και τη δυνατότητα να την ερμηνεύσω από ψυχαναλυτική άποψη και να την αποδώσω πέραν από τα όποια εικαστικά ερεθίσματα και σε σημαντικά προγενέστερα βιώματα και καταστάσεις όπως για παράδειγμα μια άκρως τραυματική βάφτιση στα 2 μου χρόνια (ο κανιβαλισμός σε όλο του το μεγαλείο).
Ήμουν αρκετά τυχερός για να το ξεπεράσω μέσα σε ένα καλοκαίρι, ώστε και να απολαμβάνω τη θάλασσα, που στη συνέχεια ερωτεύτηκα, σε όλο της το μεγαλείο και όπως πραγματικά είναι. Γιατί όμως λέω τυχερός.
Φανταστείτε την ήττα του πατέρα μου που ο γιός του αν και νησιώτης δεν φαινόταν να εξελίσσεται σε θαλασσόλυκο, πρωταθλητή της κολύμβησης και επάξιο διάδοχο, σε αντίθεση με το "δελφινοκόριτσο", την μεγαλύτερης ηλικίας αδερφή μου. Βάλθηκε λοιπόν να με "ξεκολλήσει" με την "κατακλυσμιαία" μέθοδο. Να με αρπάζει, με εκνευρισμό, αγανάκτηση αλλά και γέλια, και να με πετάει στο νερό με το ζόρι, αγνοώντας τα πανικόβλητα παρακάλια μου κάθε φορά. Εγώ να πνίγομαι και να βγαίνω κακήν κακώς, και με τη δική του ευτυχώς βοήθεια, και φτου ξανά μανά τα ίδια.. Μια απελπισία. Να έχω στο νου και την εικόνα με τα ψάρια, που από θαύμα δε με έτρωγαν κάθε φορά. Μια απόγνωση.. Μη με ρωτάτε γιατί τα ψάρια δεν έτρωγαν τους υπόλοιπους που μπαινόβγαιναν. Θεωρούμουν και αυτοθεωρούμουν ανέκαθεν αλλουνού παπά ευαγγέλιο.
Ευτυχώς για μένα, κάποια στιγμή πάτησε πόδι η μητέρα μου, που μέχρι πρότινος παρακολουθούσε ξεροκαταπίνοντας με συμπάθεια τη βιαιοπραγία που εξελισσόταν μπροστά της σε βάρος μου. Αφού τσακώθηκαν με τον πατέρα μου για την περίπτωσή μου, ανέλαβε εκείνη να με μάθει μπάνιο. Με το δικό της τρόπο, έχοντάς με αγκαλιά στον νερό στην αρχή (εκεί συνειδητοποίησα πρώτη φορά, ότι τα ψάρια κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας δεν συνωστίζονται όπως τα αυτοκίνητα στη σταδίου), με τρυφερότητα, με ψυχραιμία, με το συναίσθημα της απόλαυσης του νερού πρώτα από την ίδια, και χωρίς να χρειάζεται να καταλάβει γιατί φοβάμαι, απλά σεβάστηκε το συναίσθημά μου και λίγο λίγο, κατάφερε πρώτα να με εξοικειώσει με τη θάλασσα και να με μάθει να επιπλέω και στη συνέχεια να κολυμπώ.
Η μέθοδός της ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη με εκείνη του πατέρα μου, που δε ξέρω πως, αλλά με το δικό του αλλόκωτο τρόπο και με τις οδηγίες κολυμβητικού τύπου από την αρχή, είχε μάθει στην ίδια ηλικία ή και νωρίτερα την αδερφή μου που δεν είχε την ίδια φοβία κολύμπι.
Που θέλω να καταλήξω:
Ναι θα ήταν πρόβλημα από πολλές απόψεις να έχω αυτή τη φοβία και ειδικά στον τόπο που μεγάλωνα. Όσο και για κάποιον που φοβάται τα σκυλιά σε μια χώρα που με νόμο επιτρέπεται να υπάρχουν σχεδόν σε κάθε δημόσιο χώρο και ΜΜΜ. Ήρθαν έτσι τα πράγματα που στο τέλος όλα πήγαν καλά, αλλά θα είχαμε γλιτώσει μεγάλη ταλαιπώρια κι εγώ και οι δικοί μου, αν φρόντιζαν να πάρουν τη συμβουλή ενός ειδικού. Και να φανταστείτε, ότι δε μου φέρανε και τη θάλασσα μέσα στο σπίτι, να μη μπορώ να κλείσω μάτι. Επίσης η Θάλασσα απλά υπήρχε λιγότερο ή περισσότερο ήρεμη, η δροσερή κάθε φορά. Δε γαύγιζε, δε δάγκωνε, δε διαδρούσε όπως ένας σκύλος. Ήταν κάπου εκεί έξω κι εγώ με αργά και σταθερά βήματα την πλησίασα, τη ξεφοβήθηκα και την αγάπησα. Αν η μητέρα μου βαθιά μέσα της φοβόταν τη θάλασσα, δε θα κατάφερνε να με βοηθήσει όσο και να το ήθελε.