Μας την έπεσε κι εμάς ένα πρωί χάραμα, πάνω στην πλατεία μας, το τρελλαμένο, λυτό, σκατοημιδεσποζόμενο της διπλανής τρελλής, το οποίο κάνει ντου παντού. Μόλις μας είδε, πήρε φόρα από μακριά και ερχόταν μαλλιοκούβαρα. Ερχόταν από πίσω, να την πέσει στα μουλωχτά, αλλά τον πήραμε χαμπάρι. Ο Σώτος να βόσκει γρασίδι χαρωπός, η Δάφνη σε θέση μάχης [σ'αυτήν πάντα υπολογίζω άμα βρω τα σκούρα] και ο μικρός να λυσσάει από την χαρά και τα νεύρα του μαζί. Γαιτανάκι είχαμε γίνει όλοι μαζί. Που έξτρα χέρι για μαγκούρα. Και βασικά για τον μόνο που με ένοιαζε άμεσα, ήταν ο μικρός να μην δαγκωθεί. Μπήκα μπροστά, χτύπησα τα πόδια μου 2-3 φορές στο έδαφος, χωρίς φωνές, χωρίς τίποτα, κι ακόμη τρέχει ο τρελλάκιας...