Δεύτερη μέρα:
Η Δάφνη: Τρεις, τέσσερις φορές αρχίζω τα γρυλίσματα και τα κλάματα μήπως φιλοτιμηθεί κανείς και μου κάνει παρέα τούτο το δύσκολο βράδυ. Ανταπόκριση από κανένα. (Καλό το φως και η κλασσική μουσική όλο το βράδυ αλλά οι άνθρωποι έχουν πιο πολύ πλάκα!) Ησυχία. Το πρωί ο ψηλός με τη χοντρή φωνή μου ανοίγει την πόρτα και βγαίνω έξω. Κόντευα να σκάσω. Τα κάνω όλα, χοντρά, ψηλά, όλα λέμε. Μετά έρχεται στο δωμάτιο
ΜΟΥ κρατώντας ένα μπολ με ένα καφέ ζουμί και αρχίζουμε το παιχνίδι. Μετά πάει στη σκεπή του σπιτιού
ΜΟΥ, που έχει βάλει όλη του την πραμάτεια (χωρίς να με ρωτήσει αν τα θέλω), τα μπολάκια του, ένα μαύρο τετράγωνο, που αν το ανοίξεις έχει ένα παράξενο παράθυρο και κουμπάκια και άλλα διάφορα άλλα. Ευτυχώς μου έδωσε ένα μου παιχνίδι, που μου το είχε
κλέψει το βράδυ και παίζω τώρα.
Εγώ: Κοιμήθηκα σαν πουλάκι. Την ακούω που αρχίζει τις κορόνες και τα κλάματα αλλά δεν της δίνω σημασία. Ξυπνάω το πρωί της ανοίγω να βγει στο μπαλκόνι και δεν της δίνω σημασία ΚΑΘΌΛΟΥ, σαν να μην υπάρχει. (καλά τα πάω λέω από μέσα μου.) Μαζεύω τα "κατορθώματά" της και πάω και τα ξεφορτόνομαι στον κοντινότερο κάδο). Φτιάχνω το καφεδάκι μου και πάω στο δωμάτιό
ΜΟΥ - γραφείο
ΜΟΥ. Παίζω λιγάκι μαζί της (δεν κρατιόμουν άλλο) της δίνω ένα παιχνίδι να παίζει και κάθομαι στο γραφείο
ΜΟΥ (Τάκης - Δάφνη 0-1, λείπει το ένα ροδάκι από την καρέκλα του γραφείου) κόντεψα να πέσω. Αυτή έχει κατασκηνώσει κάτω από το γραφείο μου με το έτσι θέλω. Αναγκάστηκα εχθές να μαζέψω όλα τα καλώδια και τις πρίζες για να μην έχει πρόσβαση. Σε λίγο πάμε να βγάλουμε κανένα φράγκο.
Καλημέρα σας.
View attachment 36212