Ήταν ένας σκύλος μαύρος μπουνταλάς
έτρωγε και έπινε σαν να'τανε αγάς,
η τρίχα του και αν γυάλιζε και αν ήταν ξακουστός
μια σκέψη είχε στο μυαλό να τρώει σαν αστός
Το όνειρο του ήτανε να μπαίνει στο κουβά
που φύλαγαν το φαγητό και εκεί να κολυμπά
μέρα και νύχτα έκανε σχέδια σαν τρελός
μα έλα που ήταν ζαβός και του λείπε μυαλό
Ξάφνου μια νύχτα τρομερή που άστραφτε τρελά
ήρθε η κυρά του χαρωπή με μια γάτα αγκαλιά
είχε μουστακιά τρομερά και μάτια πονηρά
θρονιάστηκε στο καναπέ και ζήταγε τη πρωτιά
Έπεσε το μαυρόσκυλο σε θλίψη τραγική
βρε λες να μου μοιράζουν τώρα στα δυό και το φαί
η σκέψη αυτή η εφιαλτική τον έκανε άνω κάτω
και αποφάσισε μεμιάς στα δυο να σκίσει το γάτο
Η γάτα όμως ήτανε διαόλου κάλτσα πλάσμα
και γρήγορα ετούμπαρε τον αγαθό ντολμά
τις νύχτες επιχείρηση οι δυό τους ξεκινήσαν
αυτή με σάλτο στο μπουφέ ανέβαινε μεμιάς
και εκείνος έχαφτε τις λιχουδιές με περισσή χαρά
Και από τότε και οι δυό ζουν ξένοιαστα πολύ
σύντροφοι στις ξάπλες και στις μάσες πάντα μαζί
Αφιερωμένο στο πρώτο μου σκύλο και στον πρώτο μου γάτο που συνεργαζόντουσαν με μαεστρία και έκλεβαν φαγητό