Μου δίνετε βήμα για την ιστορία του Αχιλλέα; Ήταν σκυλάκι του καναπέ και πριν από έναν χρόνο περίπου «κοιμήθηκε» στα 14 του χρόνια! Μιλάμε για ένα απίστευτο πλάσμα, έναν βελγικό ποιμενικό θηρίο και πανέμορφο. Κι η γλωσσίτσα όλο έξω σ’ ένα μόνιμο χαμόγελο. Όταν τον έφερε ο θείος μου στο σπίτι του ήμουν πιτσιρίκι στην εφηβεία και δεν είχα ξαναδεί τόσο όμορφο κουτάβι. Ολόμαυρο και μαλακό, όλο στην αγκαλιά μου ήταν. Παίζαμε συνέχεια και μεγαλώναμε μαζί. Πήγαινα στο θείο μου για να περνώ ώρες με τον Αχιλλέα στη μεγάλη αυλή που είχε στη διάθεσή του. Παίζαμε άγρια παιχνίδια και τρελαινόταν η μάνα μου ότι ο σκύλος θα με φάει… μέχρι που τον συνήθισε κι εκείνη και χαζοχαιρόταν που του έλεγε «έλα να χαιρετηθούμε Αχιλλέα» και καθόταν ο σκύλος και της έδινε το «χεράκι». Όταν λέω ότι ήταν σκύλος του καναπέ το εννοώ. Ανέβαινε στο διθέσιο καναπέ και τον έπιανε όλο με τον όγκο του. Και αν του έλεγες «Άγγελέ μου εσύ» άρχιζε το χράπα-χρούπα με την ουρά να χτυπάει στο δέρμα του επίπλου κι έπειτα γύριζε την κοιλιά του για να τον χαϊδέψουμε. Ο θείος ένα πράγμα μας έλεγε «όχι στο κρεβάτι». Όμως μια μέρα που έτυχε να μείνω εκεί με τη γυναίκα του και την ξαδέλφη μου, καθώς εκείνος έλειπε, έβαλα κρυφά τον Αχιλλέα στο δωμάτιο. Εγώ η ξαδέλφη μου και ο σκύλος στα πόδια μας, σε ένα εφηβικό κρεβάτι. Τρελάθηκε το ζωντανό απ’ τη χαρά του. Ξύπνησα και τον βρήκα πάνω απ’ το κεφάλι μου. Με φίλησε στα μούτρα και κατέβηκε απ’ το κρεβάτι για να βγει έξω. Θυμάμαι τις τρελές φωνές της θειας μου και τελικά η ξαδέλφη μου την πλήρωσε, αλλά δεν το ‘χουμε μετανιώσει.
Θα ‘ταν πέντε χρονών ο Αχιλλέας όταν του φέραμε το Βαγγέλη να γνωρίσει – το 4ων μηνών toy κανισάκι μου. Έπαιζε με το μικρό συνέχεια και μα τω Θεώ δεν έχω ξαναδεί αρσενικό σκυλί να συμπεριφέρεται σαν μάνα! Είχε χωθεί το κουτάβι στον κουβά με το φαί του Αχιλλέα κι εκείνος υπομονετικά περίμενε να φάει εκείνο πρώτο. Άλλες φορές τον έκανε μπάνιο με τη γλώσσα του όπως οι γάτες και άλλες ανεχόταν με τρυφερότητα τις δαγκωνιές του μικρού που έβγαζε δόντια. Δεν τα συγκρατούσες τα τέρατα! Ο δικός μου, όπου πήγαινε ο Αχιλλέας ακολουθούσε. Όταν γαύγιζε, άρχιζε κι αυτός τα τσιριχτά του γαυγισματάκια. Του ‘μεινε και το όνομα. «Πάμε να δούμε τον Αχιλλέα αγόρι μου» του λέγαμε και πήδαγε ως εκεί πάνω απ’ τη χαρά του.
Όταν μεγάλωσε και κουράστηκε είχε σταματήσει τα πολλά παιχνίδια. Του άρεσε πάντα ο καναπές και ένα λούτρινο αρκούδι που το περίφερε μέσα στο σπίτι. Μας το έφερνε συνέχεια κι εμείς έπρεπε να το κρύψουμε για να το βρει μετά. Του έπαιρνε λίγη ώρα… Ό,τι κι αν κάναμε δεν του χαλούσαμε χατίρι. Ήθελε να παίξει με το αρκούδι ο Αχιλλέας; Όλα τα άλλα δεν είχαν σημασία!
Εγώ κι η ξαδέλφη μου τον πήγαμε στο γιατρό για να του πούμε αντίο. Οδηγούσε το αγόρι της, εγώ συνοδηγός κι η ξαδέλφη μου πίσω με το σκύλο αγκαλιά να λιώνει στο κλάμα. Εκείνο είχε ακουμπήσει το κεφάλι του στο στήθος της και δεν κουνιόταν καθόλου. Τον πήραμε πάλι πίσω για να τον θάψουμε στο βουνό. Γύρισα σπίτι και καθόμουν με το σκυλάκι μου αγκαλιά. Έχει μπει κι εκείνο στα ώριμα χρόνια του πια, αλλά ελπίζω να ζήσει άλλα τόσα. Τα κανισάκια ζουν πολλά χρόνια συνήθως.
Σήμερα μιλούσα με την Κατερινούλα, την ξαδέλφη μου. Σε λίγο καιρό θα ψάξει για τον Αχιλλέα ΙΙΙ. Θα είναι μικρούλης για να χωράει σε διαμέρισμα. Αλλά μαύρος οπωσδήποτε, κάποιας φυλής. Σκύλος του καναπέ κι αυτός.
Ο Αχιλλέας ΙΙ είναι ο κόπρος που μάζεψε ο θείος μου κι έχει κάνει κατάληψη στην αυλή του, 2 χρονών με κάτι από γερμανικό ποιμενικό και κούκλος.
Για μένα το μαύρο τεράστιο αρνί ήταν στην ουσία ο πρώτος μου σκύλος, κι ας έπαιζα μόνο μαζί του, χωρίς να έχω ιδέα από σκυλιά κι εκπαίδευση. Αν αποκτήσουμε κάποτε τα χρήματα για σπίτι με κήπο, θα πάρω κι εγώ ένα βελγικό ποιμενικό να μου χαλάσει τον καναπέ. Να χαίρεται κι ο άντρας μου που ντρέπεται να πάει τον Βαγγέλη μας βόλτα. Είναι «φλώρικος» λέει. Αλλά αστειεύεται γιατί τον λατρεύει βέβαια, όπως όλος ο κόσμος.
Θα ‘ταν πέντε χρονών ο Αχιλλέας όταν του φέραμε το Βαγγέλη να γνωρίσει – το 4ων μηνών toy κανισάκι μου. Έπαιζε με το μικρό συνέχεια και μα τω Θεώ δεν έχω ξαναδεί αρσενικό σκυλί να συμπεριφέρεται σαν μάνα! Είχε χωθεί το κουτάβι στον κουβά με το φαί του Αχιλλέα κι εκείνος υπομονετικά περίμενε να φάει εκείνο πρώτο. Άλλες φορές τον έκανε μπάνιο με τη γλώσσα του όπως οι γάτες και άλλες ανεχόταν με τρυφερότητα τις δαγκωνιές του μικρού που έβγαζε δόντια. Δεν τα συγκρατούσες τα τέρατα! Ο δικός μου, όπου πήγαινε ο Αχιλλέας ακολουθούσε. Όταν γαύγιζε, άρχιζε κι αυτός τα τσιριχτά του γαυγισματάκια. Του ‘μεινε και το όνομα. «Πάμε να δούμε τον Αχιλλέα αγόρι μου» του λέγαμε και πήδαγε ως εκεί πάνω απ’ τη χαρά του.
Όταν μεγάλωσε και κουράστηκε είχε σταματήσει τα πολλά παιχνίδια. Του άρεσε πάντα ο καναπές και ένα λούτρινο αρκούδι που το περίφερε μέσα στο σπίτι. Μας το έφερνε συνέχεια κι εμείς έπρεπε να το κρύψουμε για να το βρει μετά. Του έπαιρνε λίγη ώρα… Ό,τι κι αν κάναμε δεν του χαλούσαμε χατίρι. Ήθελε να παίξει με το αρκούδι ο Αχιλλέας; Όλα τα άλλα δεν είχαν σημασία!
Εγώ κι η ξαδέλφη μου τον πήγαμε στο γιατρό για να του πούμε αντίο. Οδηγούσε το αγόρι της, εγώ συνοδηγός κι η ξαδέλφη μου πίσω με το σκύλο αγκαλιά να λιώνει στο κλάμα. Εκείνο είχε ακουμπήσει το κεφάλι του στο στήθος της και δεν κουνιόταν καθόλου. Τον πήραμε πάλι πίσω για να τον θάψουμε στο βουνό. Γύρισα σπίτι και καθόμουν με το σκυλάκι μου αγκαλιά. Έχει μπει κι εκείνο στα ώριμα χρόνια του πια, αλλά ελπίζω να ζήσει άλλα τόσα. Τα κανισάκια ζουν πολλά χρόνια συνήθως.
Σήμερα μιλούσα με την Κατερινούλα, την ξαδέλφη μου. Σε λίγο καιρό θα ψάξει για τον Αχιλλέα ΙΙΙ. Θα είναι μικρούλης για να χωράει σε διαμέρισμα. Αλλά μαύρος οπωσδήποτε, κάποιας φυλής. Σκύλος του καναπέ κι αυτός.
Ο Αχιλλέας ΙΙ είναι ο κόπρος που μάζεψε ο θείος μου κι έχει κάνει κατάληψη στην αυλή του, 2 χρονών με κάτι από γερμανικό ποιμενικό και κούκλος.
Για μένα το μαύρο τεράστιο αρνί ήταν στην ουσία ο πρώτος μου σκύλος, κι ας έπαιζα μόνο μαζί του, χωρίς να έχω ιδέα από σκυλιά κι εκπαίδευση. Αν αποκτήσουμε κάποτε τα χρήματα για σπίτι με κήπο, θα πάρω κι εγώ ένα βελγικό ποιμενικό να μου χαλάσει τον καναπέ. Να χαίρεται κι ο άντρας μου που ντρέπεται να πάει τον Βαγγέλη μας βόλτα. Είναι «φλώρικος» λέει. Αλλά αστειεύεται γιατί τον λατρεύει βέβαια, όπως όλος ο κόσμος.