Δεύτερο: δεν αρκεί να εξημερώσεις ένα ζώο για να αποκτήσεις και σχέση μαζί του. Όσο και να προσπαθήσετε θα είναι δύσκολο να αποκτήσετε προσωπική επαφή με μια χελώνα. Από τα ζώα που εξημερώνονται, δύο είδη κυρίως είναι αυτά που επικοινωνούν με τον άνθρωπο. Οι γάτοι και οι σκύλοι που έγιναν κομμάτι της ζωής και μέλη της οικογένειας εκατομμυρίων ανθρώπων.
Άρα: τα ζώα που μας αγαπούν - μπορούν και το κάνουν επειδή η φύση το θέλει κι όχι επειδή το αποφασίσαμε εμείς.
Ε λοιπόν - είναι δυνατόν η φύση να θέλει να μας αγαπάνε τα ζώα - και να μη θέλει να τα αγαπάμε εμείς; Εμείς που είμαστε επίσης φύση - τουλάχιστον όσο κι αυτά;
Κι ας αφήσουμε τώρα τον Πλούταρχο και την φύση - κι ας ρωτήσουμε ευρύτερα: είναι δυνατόν να υπάρχουν όρια στην αγάπη;
Σίγουρα όχι. Αγάπη σημαίνει: υπέρβαση του ορίου. Υπερβαίνεις το πιο σκληρό, το πιο βασικό όριο. Περνάς από το εγώ στο εσύ.
Amare est gaudere felicitate alterius - να αγαπάς σημαίνει να χαίρεσαι την ευτυχία του άλλου, έγραψε ο Leibnitz. Γιατί λοιπόν, αν περάσεις το πρώτο, το πιο δύσκολο όριο (του εγώ) να μην περάσεις και το πιο εύκολο, του ζωολογικού γένους;
Τι διάβολο, δεν δικαιούται ο άνθρωπος να κάνει αυτό που κάνουν η γάτα και ο σκύλος; Αφού το θέλει και το νιώθει! Βλέπετε ένα παιδάκι πόσο αυθόρμητα, φυσικά, τείνει προς ένα μικρό ζώο.
Αν όμως η αγάπη του ζώου είναι φύσει νόμιμη - τότε η άποψη του Καίσαρα (και πολλών άλλων) ότι το ζώο είναι υποκατάστατο για κάτι (στην περίπτωση αυτή για το παιδί) δεν στέκει.
Μαζί με το επιχείρημα του "παρά φύσιν" καταπίπτει και η θεωρία της υποκατάστασης. Γιατί υποκατάσταση σημαίνει κάτι αφύσικο αντί για το φυσικό - κάτι ψεύτικο αντί για το αυθεντικό.
Επίσης η θεωρία της υποκατάστασης συμβαδίζει με ένα ψευτοδίλημμα: Είτε το ζώο, είτε το παιδί. Γιατί όμως αυτά πρέπει να είναι ετεροαποκλειόμενα; ΚΑΙ το παιδί ΚΑΙ το ζώο, θα έλεγα εγώ. Και πολλά άλλα πράγματα ακόμα!
Είναι σαν να μου πούνε ότι δεν μπορώ να αγαπάω και την μουσική και την ποίηση - ή και το μπάσκετ και το ποδόσφαιρο. Και ότι αν τύχει να αγαπάω το ένα (επειδή αυτό έχω) και όχι το άλλο, είμαι λειψός;
Μια γυναίκα που έχει παιδί δικαιούται να αγαπάει το σκυλί της ενώ μια άλλη που για διάφορους λόγους δεν έχει παιδί (ή δεν έχει πια) πρέπει να νιώθει ενοχές για την ίδια αγάπη; Τι μυστήριος πουριτανισμός είναι αυτός;
Μόνο η αυστηρά πατριαρχική ηθική των Καισάρων μπορεί να σκέπτεται έτσι. Μήπως και δεν γεννήσουν μερικές Ρωμαίες ματρόνες, αραιώσουν οι λεγεώνες και δεν έχει αρκετό κρέας να αλέσει ο μύλος του πολέμου. Αυτή είναι η "φύση" του Καίσαρα: το συμφέρον και η σκοπιμότητα του κράτους.
Μακριά από εμάς τέτοιες σκοπιμότητες. Ο καθένας, χωρίς τύψεις, δικαιούται να αγαπάει ότι θέλει. Κι όσο περισσότερα πράγματα αγαπάει, τόσο το καλύτερο για όλους. Έχει αποδειχθεί πως οι ζωόφιλοι είναι και οι κατ' εξοχήν φιλάνθρωποι.
Οι υγιείς σχέσεις είναι πάντα οι πλουραλιστικές. Η μονομανής προσήλωση είναι ασθένεια - αλλά αυτή δεν αφορά μόνο τα ζώα. Μπορεί να τείνει σε άνθρωπο ή σε αντικείμενο. Η "οιδιπόδεια" μητέρα, ή ο φετιχιστής, είναι κλασικά παραδείγματα.
Οι πιο σωστοί άνθρωποι που γνώρισα αγαπούσαν πολλά μαζί: Ανθρώπους, ζώα, τοπία και έργα τέχνης. Η μονομανία σίγουρα βλάπτει - όπου κι αν στρέφεται. Κι από ότι ξέρουμε, εξίσου συχνά μεταβάλλει σε υποκατάστατο και το παιδί και το ζώο.
*
Είδαμε λοιπόν πως το ζώο στη ζωή μας δεν είναι υποκατάστατο. Πως η σχέση μαζύ του είναι μια πρότυπη, αυθεντική, πρωταρχική σχέση, υπαγορευμένη από την ίδια την φύση.
Θα προχωρήσω όμως πάρα πέρα. Όχι μόνο το ζώο δεν είναι υποκατάστατο - αλλά για τον άνθρωπο είναι αναντικατάστατο. Η σύνδεση με αυτό προσφέρει κάτι που δεν μπορεί να το αντλήσουμε από αλλού. Ούτε από την σχέση με άλλον άνθρωπο.
Για τον Μίλαν Κούντερα, στον οποίο χρωστάμε μια από τις βαθύτερες αναλύσεις της ζωοφιλίας (στο μυθιστόρημά του "Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι") η αγάπη ανάμεσα στο ζώο και τον άνθρωπο είναι ανώτερη από την αγάπη μεταξύ των ανθρώπων.
"... η αγάπη του άντρα και της γυναίκας", γράφει "είναι εξαρχής ενός είδους κατώτερου απ' αυτό που μπορεί να είναι () η αγάπη ανάμεσα στον άνθρωπο και στον σκύλο, αυτή η παραδοξότητα της ιστορίας που ίσως ο Πλάστης να μην την είχε προβλέψει."
Και ο Κούντερα αναλύει τα χαρακτηριστικά αυτής της αγάπης. Άδολη, εκούσια, καθαρή, ελεύθερη. Ειδυλλιακή. Η λέξη ειδύλλιο αναφέρεται στον Παράδεισο.
Γιατί το ζώο είναι αναντικατάστατο;
Αρκετά χρόνια πριν από τον Κούντερα είχα γράψει στο "Βιβλίο των Γάτων":
Τα ζώα είναι αυτά που είναι:
Καθαρή φύση. Τίμια κοιτάνε,
κατάματα. Ο άνθρωπος, έξω από την φύση
αναζητά.
Το ζώο είναι. Ο άνθρωπος γίνεται. Αν μπορεί.
Το ζώο είναι αναντικατάστατο διότι παρέχει στον άνθρωπο την επαφή με το καθαρό 'Ον. Μπορείτε να το ονομάσετε φύση ή παράδεισο.
Το ζώο ΕΙΝΑΙ. Απόλυτα, αυθόρμητα, τέλεια. Μια ύπαρξη πλήρης. Ο άνθρωπος, από τότε που γεύτηκε το δέντρο της Γνώσης, δεν είναι πλήρης. Διότι ξέρει πως θα πεθάνει.
Η γνώση του θανάτου και της φθοράς, υπονομεύει το ανθρώπινο ον. Το κάνει αβέβαιο, παροδικό, αμφίβολο.
Δίπλα στον άνθρωπο, το κάθε ζώο είναι ένας βράχος σιγουριάς και τελειότητας.
Ο άνθρωπος, με τη γνώση, αλλοτριώθηκε. Αποξενώθηκε. Δεν βρίσκεται μέσα στη φύση - είναι απέναντι. Δεν κάνει ένα με το παν - είναι άλλος, ξένος.
Το ζώο ανήκει στο παν. Είναι η γέφυρα που μας συνδέει με την ζωή πριν απο τη γνώση. Ίσως και με τη ζωή μετά τη γνώση...
Οι ταπεινοί σκύλοι, οι αθόρυβες γάτες, είναι πρεσβευτές του όντος κοντά μας. Είναι αγγελιαφόροι της άλλης όχθης.
Αν ρωτήσετε τους περισσότερους ζωόφιλους, τι τους ελκύει στα ζώα, θα σας μιλήσουν για την σταθερότητα, την εμπιστοσύνη. Το ζώο, θα σας πουν, δεν σε προδίδει ποτέ.
Γιατί δεν προδίδει ούτε τον εαυτό του. Είναι αυτό που είναι. Ξέρει αυτά που ξέρει, απόλυτα. Δεν ταλαντεύεται. Δεν παλινδρομεί. Δεν αμφιβάλλει ούτε αμφισβητεί. Δεν έχει άγχος θανάτου ούτε ζωής.
Και η αγάπη του είναι σταθερή και διαυγής. Δεν έχει προϋποθέσεις, ούτε διαθέσεις, ούτε διακυμάνσεις.
Το ζώο είναι και η σταθερότητα μέσα στο χρόνο - η υπέρβαση της ιστορίας. Πορεύεται δίπλα μας μέσα στην ιστορία αλλά δεν της ανήκει. Ανήκει στη φύση. Η φύση είναι ανιστορική. Εμείς αλλάζουμε συνέχεια - όμως ένας σκύλος από την Ασσυρία και μια γάτα από την αρχαία Αίγυπτο, είναι ίδιοι με τους σημερινούς.
Το πιο συγκινητικό περιστατικό που έχει ποτέ γραφτεί για συμπεριφορά ζώου, αριθμεί ηλικία τριών χιλιάδων ετών: Ο 'Αργος ο σκύλος του Οδυσσέα περίμενε είκοσι χρόνια να δει τον άνθρωπό του για να ξεψυχήσει.
Εκεί και ο 'Αργος κείτουνταν τσιμπούρια φορτωμένος
Και τότε, όπως μυρίστηκε κοντά του τον Οδυσσέα
κούνησε λίγο την ουρά, κατέβασε τ' αυτιά του,
όμως δεν είχε δύναμη να τρέξει πια κοντά του
Και ο σκληρός Οδυσσέας, έτοιμος για εκδίκηση, παραλίγο να προδοθεί. Κλαίει για πρώτη φορά (απομόρξατο δάκρυ). Κι ευθύς ως φεύγει, ο 'Αργος πεθαίνει.
'Αργον δ'αυ κατά μοίρα λάβεν μέλανος θανάτοιο
αυτίκ'ιδόντα Οδυσύα εεικοστώ ενιαυτώ.
Μοίρα έχει και ο 'Αργος. Σαν τους ανθρώπους. Τον μαύρο θάνατο. Περίμενε είκοσι χρόνια. Πέστε μου μετά πως ο σκύλος έρχεται μόνο για το κόκαλο, κι η γάτα για το ψάρι.
Αυτή την σταθερότητα, αυτή την πίστη, σπάνια - η ποτέ - δεν την βρίσκεις σε άνθρωπο. Στο ζώο πάντα. Εκεί ισχύουν νόμοι ενός άλλου κόσμου.
Το κοντινό μας ζώο είναι ό,τι μας απόμεινε από τον παράδεισο. Από την κατάσταση της σιγουριάς, της αθωότητας και της απλότητας που κάποτε εγκαταλείψαμε.
Ήδη οι ψυχίατροι έχουν αποδείξει πως ένας τετράποδος σύντροφος είναι το καλύτερο αντίδοτο στο άγχος της ύπαρξης. Ο άλλος άνθρωπος δεν μπορεί να σας δώσει αυτό το αίσθημα του απόλυτα απλού. Ίσως μόνο ένα βρέφος, που κι αυτό στην αρχή, είναι καθαρή φύση.
Ο Κούντερα έγραψε: "κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν μπορεί να κάνει σε ένα άλλο την δωρεά του ειδυλλίου. Μόνο το ζώο μπορεί, επειδή
δεν το έδιωξαν από τον Παράδεισο."
Να γιατί το ζώο είναι αναντικατάστατο.
Αποτελεί τον ομφάλιο λώρο που μας συνδέει με την αθώα και άδολη ύπαρξη, με τον αρχέγονο εαυτό μας, τις ρίζες μας.
Κι όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τη φύση, τόσο πιο πολύ θα μας χρειάζονται τα ζώα. Για να εξισορροπούν την αμφιβολία. Να μας βοηθάνε να ξεχνούμε την αλλοτρίωση. Να αποκαθιστούν μέσα μας την αρμονία και την ενότητα.
*
Ελπίζω αυτή η ομιλία να σας έδωσε τροφή για σκέψη.
Πριν όμως τελειώσω, οφείλω να κάνω μια εξομολόγηση.
Έγραψα αυτό το κείμενο κάτω από την στενή παρακολούθηση της αγαπημένης μου γάτας.
Συχνά ανεβαίνει επάνω μου όταν κάθομαι στον επεξεργαστή κειμένων. Αλλά αυτή τη φορά δεν με άφησε ούτε ένα λεπτό. Ακόμα κι όταν έκανα διορθώσεις, ερχόταν αμέσως. Σαν να ήξερε.
Ομολογώ λοιπόν πως το κείμενο γράφτηκε κάτω από ισχυρή ψυχολογική πίεση.
Αν, για τον λόγο αυτό, έγινε καλύτερο ή χειρότερο, δεν το ξέρω.
Ν.Δ. 9 - 16. 3. 89
Από ndimou.gr/articledisplay.asp?cat_parent=2&time_id=79&cat_id= 2