Περί της ετυμολογίας των αρχαίων λέξεων περί σκύλων γνωρίζουμε τα εξής:
Υπάρχουν δυο λέξεις που χρησιμοποιούνται και αυτό το λέω έχοντας μόλις κάνει αναζήτηση σε όλους τους ελληνικούς συγγραφείς από τον Όμηρο μέχρι και τους Βυζαντινούς. Θα περιοριστώ όμως μόνο στους αρχαίους. Έχω επίσης ελέγξει το επίσημο λεξικό της αρχαίας ελληνικής των Liddell-Scott-Jones (δυστυχώς δεν υπάρχει άλλο) και το πρόσφατο ετυμολογικό του Robert Beekes. Έχουμε και λέμε λοιπόν:
1) Η ελληνικής προέλευσης λέξη για το σκύλο είναι κύων. Επειδή δε είδα διάφορα ποστς με το συνηθισμένο λάθος που γίνεται στην κλίση του κυνός, ορίστε πώς κλίνεται:
ὁ κύων
τοῦ κυνός (και
ΟΧΙ του κύονος που είδα κάπου)
τῶι κυνί
τὸν κύνα
ὦ κύον (sic)
οἱ κύνες
τῶν κυνῶν
τοῖς κυσί(ν)
τοὺς κύνας
ὦ κύνες
Αυτός είναι ο σκύλος που αναφέρουν οι συγγραφείς από τον Όμηρο και πέρα. Και μιλάνε συνήθως για τον ενήλικο σκύλο εκτός αν πρόκειται για κυνάριον που είναι το σκυλάκι αλλά όχι απαραίτητα το κουτάβι αφού μπορεί να είναι απλώς μικρόσωμο.
2) Υπάρχει και δεύτερη λέξη προελληνικής προέλευση που είναι ο σκύλαξ, όπου το ύψιλον είναι
ΒΡΑΧΥ! Απαντά επίσης από τον Όμηρο και πέρα, πρόκειται όμως για το κουτάβι και
ΟΧΙ ενήλικο σκύλο. Επειδή δε ο εκτροφέας εκτρέφει κουτάβια ονομάζεται σκυλακοτρόφος και η εκτροφή σκυλακοτροφία. Το υποκοριστικό του σκύλακος είναι σκυλάκιον. Από κει προφανώς βγαίνει ο δικός μας ο σκύλος. Σε άλλους λαούς, κατά μερικούς γλωσσολόγους, απαντά η ρίζα και συνδέεται συνήθως με νέα ζωάκια, π.χ. στα αρμενικά λένε c'ul για το νεογέννητο μοσχάρι.
Τώρα στα αρχαία ελληνικά υπάρχει και η λέξη σκυλεύω ή σκυλάω (που συναιρείται), όπου όμως το ύψιλον είναι
ΜΑΚΡΟ, το οποίο παραπέμπει σε διαφορετική ετυμολογία. Η λέξη αυτή δεν έχει σχέση με το σκύλο και σημαίνει απλώς το σκύλεμα και τη λεηλασία των πτωμάτων μετά από μάχη. Προέρχεται μάλλον από το ρήμα σκύλλω που σημαίνει παρενοχλώ και τα δυο λάμδα του φυσικά δείχνουν αμέσως ότι πρόκειται για διαφορετική λέξη ετυμολογικά. Τη συγκεκριμένη λέξη δεν χρησιμοποιεί καθόλου ο Όμηρος.
Ορίστε και το χωρίο από την Οδύσσεια (17 (Ρ).290-327) που αναφέρει τον Άργο. Μιλάμε, κάθε φορά που το διαβάζω στους φοιτητές μου βαλαντώνουν στο κλάμα Αμερικάνοι άνθρωποι!
Ακολουθεί και η μετάφραση του Αργύρη Εφταλιώτη:
ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον· 290
ἂν δὲ κύων κεφαλήν τε καὶ οὔατα κείμενος ἔσχεν,
Ἄργος, Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος, ὅν ῥά ποτ᾽ αὐτὸς
θρέψε μέν, οὐδ᾽ ἀπόνητο, πάρος δ᾽ εἰς Ἴλιον ἱρὴν
ᾤχετο. τὸν δὲ πάροιθεν ἀγίνεσκον νέοι ἄνδρες
αἶγας ἐπ᾽ ἀγροτέρας ἠδὲ πρόκας ἠδὲ λαγωούς· 295
δὴ τότε κεῖτ᾽ ἀπόθεστος ἀποιχομένοιο ἄνακτος,
ἐν πολλῇ κόπρῳ, ἥ οἱ προπάροιθε θυράων
ἡμιόνων τε βοῶν τε ἅλις κέχυτ᾽, ὄφρ᾽ ἂν ἄγοιεν
δμῶες Ὀδυσσῆος τέμενος μέγα κοπρήσοντες·
ἔνθα κύων κεῖτ᾽ Ἄργος, ἐνίπλειος κυνοραιστέων. 300
δὴ τότε γ᾽, ὡς ἐνόησεν Ὀδυσσέα ἐγγὺς ἐόντα,
οὐρῇ μέν ῥ᾽ ὅ γ᾽ ἔσηνε καὶ οὔατα κάββαλεν ἄμφω,
ἆσσον δ᾽ οὐκέτ᾽ ἔπειτα δυνήσατο οἷο ἄνακτος
ἐλθέμεν· αὐτὰρ ὁ νόσφιν ἰδὼν ἀπομόρξατο δάκρυ,
ῥεῖα λαθὼν Εὔμαιον, ἄφαρ δ᾽ ἐρεείνετο μύθῳ· 305
"Εὔμαι᾽, ἦ μάλα θαῦμα, κύων ὅδε κεῖτ᾽ ἐνὶ κόπρῳ.
καλὸς μὲν δέμας ἐστίν, ἀτὰρ τόδε γ᾽ οὐ σάφα οἶδα,
εἰ δὴ καὶ ταχὺς ἔσκε θέειν ἐπὶ εἴδεϊ τῷδε,
ἦ αὔτως οἷοί τε τραπεζῆες κύνες ἀνδρῶν
γίγνοντ᾽· ἀγλαΐης δ᾽ ἕνεκεν κομέουσιν ἄνακτες." 310
τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα·
"καὶ λίην ἀνδρός γε κύων ὅδε τῆλε θανόντος.
εἰ τοιόσδ᾽ εἴη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ ἔργα,
οἷόν μιν Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Ὀδυσσεύς,
αἶψά κε θηήσαιο ἰδὼν ταχυτῆτα καὶ ἀλκήν. 315
οὐ μὲν γάρ τι φύγεσκε βαθείης βένθεσιν ὕλης
κνώδαλον, ὅττι δίοιτο· καὶ ἴχνεσι γὰρ περιῄδη·
νῦν δ᾽ ἔχεται κακότητι, ἄναξ δέ οἱ ἄλλοθι πάτρης
ὤλετο, τὸν δὲ γυναῖκες ἀκηδέες οὐ κομέουσι.
δμῶες δ᾽, εὖτ᾽ ἂν μηκέτ᾽ ἐπικρατέωσιν ἄνακτες, 320
οὐκέτ᾽ ἔπειτ᾽ ἐθέλουσιν ἐναίσιμα ἐργάζεσθαι·
ἥμισυ γάρ τ᾽ ἀρετῆς ἀποαίνυται εὐρύοπα Ζεὺς
ἀνέρος, εὖτ᾽ ἄν μιν κατὰ δούλιον ἦμαρ ἕλῃσιν."
ὣς εἰπὼν εἰσῆλθε δόμους εὖ ναιετάοντας,
βῆ δ᾽ ἰθὺς μεγάροιο μετὰ μνηστῆρας ἀγαυούς. 325
Ἄργον δ᾽ αὖ κατὰ μοῖρ᾽ ἔλαβεν μέλανος θανάτοιο,
αὐτίκ᾽ ἰδόντ᾽ Ὀδυσῆα ἐεικοστῷ ἐνιαυτῷ.
Αυτά καθώς λαλούσανε κι ανάμεσό τους λέγαν, 290
σκυλί που κοίτουνταν, τ' αυτιά και το κεφάλι ορθώνει,
ο Άργος, που ο αντρόψυχος Δυσσέας τον είχε θρέψει,
όμως δεν τόνε χάρηκε, γιατ' είχε φύγει εκείνος
στη Τροία τότες την ιερή· σ' άλλους καιρούς οι νέοι 295
τον παίρνανε, να κυνηγούν λαγούς, ζαρκάδια, γίδια.
Τώρα, π' ο αφέντης έλειπε, τον άφηναν πεσμένο
στην σωριασμένη την κοπριά βοδιών και μουλαριώνε,
που ομπρός στη θύρα απλώνονταν, κι οι παραγιοί αποκείθε
την σήκωναν και κόπριζαν τους κήπους του Οδυσσέα. 300
Απάνω αυτού κοιτότανε τσιμπουριασμένος ο Άργος.
Και τώρα, άμα μυρίστηκε σιμά τον Οδυσσέα,
γοργοσαλεύει την ουρά, τ' αυτιά του κατεβάζει,
μα πιο κοντά του αφέντη του δεν μπόρειε να ζυγώση.
Γύρισ' αυτός την όψη του και σφούγγισ' ένα δάκρυο 305
κρυφό με τρόπο, κι ύστερα τον πιστικό ρωτούσε·
«Μεγάλο θάμα, στην κοπριά να μνήσκη τέτοιος σκύλος·
όμορφος σκύλος, μα άραγες νά 'ναι και γοργοπόδης
κοντά στην τόση του ομορφιά, για νά 'ναι δα από κείνους
που στα τραπέζια στολισμό τους έχουν οι αφεντάδες;» 310
Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, του απολογήθης κι είπες·
«Είν' εκεινού που απέθανε στα ξένα αυτός ο σκύλος.
Αν ήταν έτσι στο κορμί, και στα έργα του σαν τότες
που ο Οδυσσέας τον άφησε κινώντας για την Τροία,
τότες θα κοίτας δύναμη και γληγοράδα, αλήθεια. 315
Αγρίμι δεν του ξέφευγε μες στα βαθιά του λόγγου,
κάθε κυνήγι, που έβγαζε στ' αχνάρια μαθημένος.
Μα παθιασμένος τώρ' αυτός, ο αφέντης του στα ξένα
χαμένος, και δε νοιάζονται γι' αυτόν εδώ οι γυναίκες.
Κι οι δούλοι, σα δε βρίσκεται ποπάνω τους αφέντης, 320
δουλειά να κάμουνε σωστή δε θέλουνε πια τότες·
τι παίρνει τη μισή αρετή του ανθρώπου ο βροντορίχτης
ο Δίας, άμα της σκλαβιάς η μαύρη τού 'ρθη μέρα.»
Αυτά σαν είπε, στα λαμπρά παλάτια μέσα μπήκε,
και πήγε τους καμαρωτούς μνηστήρες ν' ανταμώση. 325
Όμως τον Άργο θάνατος μαύρος κι αχνός τον πήρε,
σαν είδε τον αφέντη του, στα είκοσι χρόνια απάνω.
Αυτά τα ωραία, πάω να βουτήξω τώρα το Μουφ να το πάω να εκπαιδευτεί μπας και μάθει τίποτα και είναι λιγότερο αγράμματο και σκανταλιάρικο.