Το περασμένο Σάββατο ξεκίνησα με την αδελφή μου για να επισκεφτούμε τους γονείς μας που παραθερίζουν στο εξοχικό. Δυστυχώς είχα τη «φαεινή» ιδέα να πάρω μαζί μου και το σκυλί. …
Οι δικοί μου μας περίμεναν για φαγητό και είχαν καλέσει στο σπίτι άλλα 2 ζευγάρια οικογενειακούς φίλους.
Το σκυλί αφού έπαιξε και έτρεξε στον κήπο για αρκετή ώρα, άρχισε να βαριέται και έβαλε στο μάτι την αδελφή μου την οποία τάραξε στο καβαλημα. Όσο και να τον επέπληττα, μετά από λίγο το βιολί του….
Η αδελφή μου δε τολμούσε να σηκωθεί από την καρέκλα. Εάν έφευγε και κλείνονταν στην κουζίνα, το σκυλί κάθονταν απ’ έξω και γάβγιζε. Εάν τον έδενα για να μας αφήσει στην ησυχία μας, χάλαγε τον κόσμο με φωνές, κλάματα και γαύγισμα. Αναγκαζόμουν να τον λύσω για να μας αφήσει να φάμε, αλλά μετά από λίγο εξακολουθούσε να ενοχλεί την αδελφή μου.
Όσες προσπάθειες έκανα για να τραβήξω την προσοχή του με σκοινάκια, μπαλάκια, παϊδάκια (από αυτά που έψηνε ο πατέρας μου), έπεσαν στο κενό. Μετά από λίγο ο σκύλος τα ίδια!
Αισθάνθηκα ιδιαίτερα αμήχανα, διότι οι δικοί μου είχαν καλεσμένους οι οποίοι άρχισαν με τη σειρά τους να νιώθουν άβολα με την όλη κατάσταση. Καβαλημα, επίπληξη, τραβήγματα, φωνές, γαύγισμα και τούμπαλιν.
Στο τέλος σεληνιάστηκα εγώ. Βούτηξα το σκυλί από το σβέρκο, τον σήκωσα στον αέρα, τον έριξα στο έδαφος και του πάτησα με το γόνατο το κεφάλι στο πάτωμα.
Τότε μόνο ηρέμησε και υπάκουσε, αλλά τα δικά μου νεύρα είχαν γίνει κρόσσια.
Το γεύμα στο εξοχικό κατέληξε σε Βατερλό. Ο σκύλος μου, χάλασε τη μέρα τη δική μου, της αδελφής μου, των γονιών μου (που μας περίμεναν πως και πως) και των οικογενειακών μας φίλων που σίγουρα μετά από όλα αυτά μας έκαναν ανέκδοτο.