Ο Ρώσος Γενετιστής Dmitri Belyaev(Дмитрий Константинович Беляев) γεννήθηκε στη Ρωσία το 1917. Τελείωσε τις σπουδές του στη Βιολογία πριν το ξέσπασμα του Β’ ΠΠ. Μέσα σε μία Σοβιετική Ρωσία, η οποία «κυνηγούσε» καθετί κλασσικό και είχε ενδώσει στο Λυσενκισμό (το ρεύμα που επικράτησε μετά το 1928 όταν η Ρωσία στο πρόσωπο του Trofim Denisovich Lysenko (1898-1976), απεκύρηξε την παγκοσμίως τότε αποδεκτή Μεντέλια Γενετική του Αυστριακού Gregor Mendel (1822-1884) και επιδόθηκε για τον επόμενο μισό περίπου αιώνα σε μια «κομπογιαννίτικη» προσέγγιση των προβλήματων υποσιτισμού που είχαν ενεκύψει στις αχανείς εκτάσεις της Σοβιετικής Ένωσης μετά την εφαρμογή του μέτρου της κολεκτίβας) ο Belyaev έπεσε γρήγορα θύμα της «Νέας Τάξης» πραγμάτων που ίσχυε πλέον στις επιστημονικές κοινότητες της ΕΣΣΔ.
Χάνοντας τη θέση του Διευθυντή του Κλάδου Αναπαραγωγής του Κεντρικού Ερευνητικού Εργαστηρίου για τα Γουνοφόρα Ζώα της Μόσχας το 1948, επειδή δεν είχε αποκηρύξει την κλασσική Γενετική της Δυτικής Ευρώπης, βρέθηκε γρήγορα σε πολύ δύσκολη βιοποριστική θέση. Αυτό όμως δεν τον σταμάτησε από το να συνεχίσει το ερευνητικό του έργο πάνω στην εξημέρωση κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 50. Αφήνοντας τη Μόσχα πίσω του, μετακόμισε στο Novosibirsk της Σιβηρίας, όπου βοήθησε στην ίδρυση του Σιβηρικού Τμήματος της Σοβιετικής (πλέον Ρωσικής) Ακαδημίας Επιστημών, λαμβάνοντας τελικά την θέση του Διευθυντή του Εργαστηρίου Γενετικής και Κυτταρολογίας, μία θέση που κράτησε μέχρι το θάνατό του το 1985. Η θέση αυτή του πρόσφερε τη δυνατότητα να συνεχίσει στα χρόνια του Λυσενκισμού την έρευνά του πάνω στις διαδικασίες που οδηγούν τελικά στην εξημέρωση των οικόσιτων ζώων.
Ο Belyaev πίστευε ότι πολλά από τα χαρακτηριστικά των οικόσιτων ζώων ήταν το αποτέλεσμα της διαδικασίας εξημέρωσης και δεν προΰπαρχαν όταν τα ζώα είχαν αρχικά επιλεχθεί από τον αρχάνθρωπο. Επίσης, πίστευε ότι η αρχική επιλογή για το ποια ζώα θα εξημερωνόταν και θα μετατρέπονταν σε οικόσιτα δε βασιζόταν στην αυξημένη παραγωγικότητά τους (αρχι-κότες που γεννούσαν πολλά αυγά, αρχα-γελάδες που παρήγαγαν πολύ γάλα), αλλά στην έλλειψη επιθετικότητας απέναντι στον άνθρωπο, κάτι που έκανε δυνατό τον έλεγχό τους σε καθημερινή βάση. Η «Εξημεροτικότητα» του κάθε είδους θα καθόριζε πόσο καλά τελικά αυτό θα προσαρμοζόταν στη συμβίωσή του με τους ανθρώπους.
Επειδή η συμπεριφορά ενός ζώου (ηθολογία) έχει τις ρίζες της στη βιολογία, καθώς θα επιλέγαμε για πιο ήμερα και λιγότερο επιθετικά άτομα, κατά βάθος θα επιλέγαμε για εκείνες τις αλλαγές στη φυσιολογία του ζώου οι οποίες ορίζουν και ελέγχουν τις ορμονικές και νευροχημικές διεργασίες του οργανισμού. Αυτές οι διεργασίες με τη σειρά τους θα μπορούσαν να έχουν σημαντικά αποτελέσματα στην εξέλιξη του ζώου (τόσο σωματική όσο και ψυχική), κάτι που τελικά θα εξηγούσε γιατί διαφορετικά ζώα αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο όταν εκτίθενται στην ίδια διαδικασία επιλογής.
Για να μπορέσει να ελέγξει την υπόθεσή του ο Belyaev θα έπρεπε κατά κάποιο τρόπο να γυρίσει το χρόνο πίσω, σε εκείνη τη χρονική στιγμή κατά την οποία τα πρώτα άγρια ζώα ενός είδους εκτέθηκαν στην επιλεκτική πίεση της εξημέρωσης. Επαναλαμβάνοντας τη διαδικασία θα μπορούσε να παρακολουθήσει από πρώτο χέρι τις επιπτώσεις (τις μεταβολές) που η διαδικασία της εξημέρωσης θα είχε πάνω στη μορφή του (μορφολογία), στον τρόπο που το σώμα του θα λειτουργούσε (φυσιολόγια) και στη συμπεριφορά του ζώου (ηθολογία). Φυσικά, το να καταφέρει απλώς να προσομοιώσει συνθήκες οι οποίες ίσχυαν δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια πριν στη Γη, ήταν από μόνο του ένα τιτάνιο έργο. Για να κρατήσει τη διαδικασία όσο γίνεται πιο απλή, ο Belyaev σχεδίασε ένα πείραμα, ένα μοντέλο επιλεκτικής εκτροφής το οποίο θα επέλεγε για ένα μόνο χαρακτηριστικό, αυτό της έλλειψης επιθετικότητας από τη πλευρά του εκτρεφόμενου ζώου.
Έχοντας υπόψην του το γεγονός ότι αυτή η διαδικασία της εξημέρωσης ήταν η κύρια αιτία για τη δημιουργία των σκύλων, ο Belyaev διάλεξε ένα γενετικά συγγενές ως προς το λύκο ζώο, το οποίο όμως δεν είχε εξημερωθεί σε κανένα στάδιο της εξέλιξής του στο παρελθόν. Παράλληλα, λόγω του γεγονότος ότι το ζώο αυτό είχε και οικονομική αξία (λόγω της γούνας του), το ερευνητικό πρόγραμμα θα ήταν και πιο εύκολα να «τρέξει» κάτω από το μανδύα της εφηρμοσμένης έρευνας. Από τη στιγμή εκείνη, και για τα τελευταία 26 χρόνια της ζωής του, ο Belyaev θα συμβίωνε με έναν ερευνητικό πληθυσμό της Ασημένιας Αλεπούς της Σιβηρίας (Vulpes vulpes), στη μέση του πουθενά!
Έχοντας ξοδέψει ένα μεγάλο μέρος της ερευνητικής του δραστηριότητας στις εξελικτικές μεταβολές που λαμβάνουν χώρα σε ζώα τα οποία εκτείθονται σε ακραίες περιβαλλοντικές συνθήκες (μέσα στις οποίες συγκαταλέγεται και η διαδικασία εξημέρωσης), καθώς και στον εξελικτικό ρόλο συγκεκριμένων παραγόντων όπως το στρες, η φωτοπερίοδος (τεχνητή και μη) και η επιλογή συγκεκριμένων ηθολογικών χαρακτηριστικών, ο Belyaev είχε όλο το αναγκαίο επιστημονικό υπόβαθρο για να ανταποκριθεί σε ένα τέτοιο έργο.
Έτσι, στην αρχή της διαδικασίας εξημέρωσης ο Belyaev παρατήρησε ότι όλα τα εξημερωμένα ζώα περνούσαν από τις ίδιες μορφολογικές και φυσιολογικές μεταβολές. Τα κορμιά τους άλλαζαν, τόσο σε μέγεθος όσο και σε αναλογίες, δημιουργώντας νέες μορφές νανισμού ή γιγαντισμού.
Το φυσικό χρώμα του τριχώματος, το οποίο είχε εξελιχθεί για να αποκρύπτει το ζώο στο φυσικό του περιβάλλον, άλλαζε. Πολλά οικόσιτα ζώα αποκτούσαν «δίχρωμο» χρωματισμό με μεγάλα κομμάτια της γούνας και του δέρματος να χάνουν τελείως κάθε χρωστική (piebald – χαρακτηριστικό παράδειγμα η ευρωπαϊκή ασπρόμαυρη αγελάδα). Η γούνα επίσης άλλαζε και μορφή μερικές φορές, αλλάζοντας από ίσια σε κυματιστή ή και σε μπούκλες, όπως στα πρόβατα, στα κανίς, στα άλογα, κλπ. Σε άλλα, άλλαζε ακόμα και το μήκος της τρίχας, με χαρακτηριστικά τα ζώα τύπου Ανκορά.
Άλλο σημείο του κορμιού το οποίο επηρεαζόταν σημαντικά ήταν η ουρά. Σε σκυλιά και γουρούνια η ουρά γύρισε και τυλίχτηκε. Κάποια άλλα σκυλιά, γατιά και πρόβατα απέκτησαν πιο κοντές ουρές, ως αποτέλεσμα της μείωσης του αριθμού των σπονδύλων στην ουρά.
Τα αυτιά επίσης έγιναν πιο μαλακά και έπεσαν, χάνοντας την «άγρια» όρθια μορφή τους. Όπως είχε ήδη επισημάνει και ο Δαρβίνος στο πρώτο κιόλας κεφάλαιο του βιβλίου του η «Εξέλιξη των Ειδών» (On the Origin of Species), «..δεν υπάρχει ούτε ένα οικόσιτο ζώο το οποίο να μην έχει κάπου στη Γη πεσμένα αυτιά..», ένα χαρακτηριστικό που δε συναντάται σε κανένα άγριο ζώο, εκτός από τον ελέφαντα.
Περνώντας στη φυσιολογία των εξημερωμένων ζώων, το πιο βασικό χαρακτηριστικό που αλλάζει είναι η εποχικότητα του αναπαραγωγικού κύκλου. Τα πιό πολλά ζώα τα οποία ζουν σε μέσα γεωγραφικά πλάτη είναι γενετικά προγραμματισμένα να αναπαράγονται μία φορά το χρόνο, κατά τη διάρκεια αναπαραγωγικών περιόδων που στηρίζονται στη φωτοπερίοδο και ειδικά στην αλλαγή της διάρκειας της μέρας. Τα εξημερωμένα ζώα στα ίδια γεωγραφικά πλάτη, μπορούν πλέον να αναπαράγονται και να έχουν μικρά παραπάνω από μία φορά το χρόνο και σε κάθε εποχή (ανεξαρτήτου φωτοπεριόδου).
Εφαρμόζοντας λοιπόν μία παρόμοια αλλά πιο εντατική μορφή εξημέρωσης, ο Belyaev κατέληξε σε μία νέα μορφή εξημερωμένης-οικόσιτης Σιβηρικής Αλεπούς. Το πιο έντονο χαρακτηριστικό (μακροσκοπικό) που οπτικά συλλάμβανε το μάτι του παρατηρητή, ήταν ότι ο νέος αυτός πληθυσμός είχε άτομα που είχαν τον τυπικό ασπρόμαυρο piebald χρωματισμό των οικόσιτων αγελάδων της κεντρικής Ευρώπης. Επίσης, σε μεγάλο ποσοστό αυτές οι αλεπούδες είχαν μπλε μάτια, σε αντίθεση με τον άγριο πληθυσμό που είχε σκούρα καφέ. Παρατηρώντας για μεγαλύτερο διάστημα θα βλέπαμε ότι όπως και στα σκυλιά, οι νέες αυτές αλεπούδες είχαν αποκτήσει πολλά από τα μορφολογικά (τα κρανία τους ήταν πιο πλατιά για το μήκος τους) και ηθολογικά (κλαψούρισμα, κούνημα της ουράς, υποτακτικότητα) χαρακτηριστικά που συναντάμε σε νεαρά ζώα και δη στους σκύλους. Επίσης, στον εξημερωμένο πληθυσμό, οι διαφορές μεταξύ των κρανίων των αρσενικών και των θηλυκών ατόμων ήταν πολύ μικρότερες. Το ρύγχος των κρανίων άλλαξε επίσης, με αυτό των εξημερωμένων αλεπούδων να γίνεται κοντύτερο και φαρδύτερο από αυτό των άγριων.
Last edited by a moderator: