Δεν ήταν ακριβώς απρόοπτο για μένα. Για τον δόλιο τον περαστικό ήταν απρόοπτο, με αυτά που άκουσε να λέω στον Ορφέα...
Όπως έχουμε πει, ο βλαχοτσοπάνης είναι φουλ φοβικός, σε κρότους, μαρσαρίσματα μηχανής, τη σακούλα που την κούνησε ο αέρας κλπ. Μόλις τύχουμε σε τέτοια περίπτωση, επιταχύνω με γρήγορο βάδισμα για να αποφύγουμε την πηγή του τρομοκρατικού θορύβου, τον κοιτάζω στη μούρη και του μιλάω ασταμάτητα σαν να κάνουμε σοβαρή συζήτηση για να επικεντρώνεται σε μένα εκείνη τη στιγμή μπας και ξεχαστεί.
Προχθές πέφτουμε πάνω σε συνοδεία αυτοκινήτων γάμου να έρχονται προς το σημείο μας κορνάροντας. Η κόλαση της κόρνας. Ο Ορφέας αρχίζει και σαλιώνει από το άγχος, μπαίνω σε έναν κάθετο δρόμο, τον κοιτάζω στα μάτια και αρχίζω το μονόλογο μπουρδολογία για να επικεντρώνεται σε μένα.
«Πως κάνεις έτσι βρε μαλakα, γάμος είναι, δεν ήρθε και η συντέλεια του κόσμου. Είναι και αυτοί μαλakες με τις κόρνες αλλά τι να κάνουμε τώρα. Κόρνες, φιρουλί φιρουλό και καραούλια. Πάνε και το κάνουν ζήτημα λες και πέτυχαν το κελεπούρι. Αφού το ξέρουμε ότι στατιστικά σε διαζύγιο θα καταλήξουν. Τζάμπα οι κόρνες και οι φανφάρες δηλαδή, κανονικά πρέπει να βρουν από τώρα δικηγόρο. Ε, εσύ τι λες, δίκιο δεν έχω;» κλπ.-κλπ.
Και περνάει από δίπλα μας ένας άνθρωπας εκείνη τη στιγμή που πήγαινε προσκεκλημένος στο γάμο. Με κοίταξε λίγο κάπως... ή με οίκτο ή με τρόμο, δεν ξέρω.