Φιλαράκια μου, τέσσερις μέρες τώρα, τα φέρνω όλα στο μυαλό μου ξανά και ξανά. Τον έχω κλάψει πολύ τον Περάκο, σαν να τον είχα από πάντα, κάποιοι το ξέρετε κι ας ήταν δέκα μέρες μόνο. Και όσο το σκέφτομαι, τόσο κατηγορώ τον εαυτό μου, πέρα από κάθε συναισθηματισμό. Τον σκότωσε η άγνοιά μου. "Εφυγε", το μικράκι, γιατί δεν ήξερα να υποψιαστώ, ότι οι προσπάθειες για εμετό που έκανε, έκρυβαν κάτι τόσο κακό. Το κατάλαβα ότι είχε και πυρετό, αλλά δεν ήμουν και σίγουρη. Λέω, μωρέ θα τον πείραξε η ξηρά τροφή. Που να την είχε ξαναφάει; Μέχρι πριν λίγο, έσφιζε από ζωή και υγεία. Που να ήξερα, τι παιζόταν; Μετά είπα, θα τον πειράζει και η αντιβίωση που παίρνει. Ταλαιπωρημένος είναι. Η ηλίθια... Ολα έγιναν, από Μ.Σάββατο δειλά-δειλά, μέχρι Δευτέρα του Πάσχα, που αργά το βράδυ, χειροτέρευσε. Τις χειρότερες μέρες. Επρεπε να τον πάω τρέχοντας σε κάποιο νοσοκομείο από το Σάββατο και όχι την Τρίτη, που είχε στραγγίξει πια ο φουκαράς. Ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί στο διάλο δεν το έκανα. Επαναπαύτηκα ότι είχαν βγει πολύ καλές κάποιες αρχικές εξετάσεις που κάναμε. Ακόμη και η ακτινογραφία που του βγάλαμε, έδειχνε τα εντερικά του σε καλή κατάσταση. Ελεγα, δεν μπορεί ρε παιδί μου, αν είναι κάτι σοβαρό, κάτι θα φαινόταν στο αίμα του, μόλις δύο μέρες πριν. Αν είχα τσακιστεί από την πρώτη στιγμή να τον τρέξω, τώρα θα τον είχα εδώ να με βασανίζει, το που θα βρω να τον δώσω... Το 'χω πάρει πολύ βαριά, γιατί τελικά συνηδειτοποιώ ότι δεν έκανα ότι μπορούσα γι' αυτό το ψυχάκι. Είναι πολύ κρίμα, να τον βρω, να τον μαζέψω, να τον έχω στα χέρια μου και τελικά να σβήσει αβοήθητος. Ο γύψος με μάρανε...