Ενα πρωί με σχετικά αρκετά μποφώρ, φεύγω από το σπίτι και αφήνω τα καμάρια μου, στην βεραντάρα τους. Κλείνω το ένα πατζούρι, κατεβάζω την σίτα και αφήνω ανοιχτά τα τζάμια. Στην μεριά που το πατζούρι ήταν ανοιχτό, νομίζω ότι για κάποιο λόγο πρέπει να είχα αφήσει μπροστά μια καρέκλα. Φεύγω λοιπόν για την δουλειά και το απόγευμα που γυρνάω, βρίσκω μπροστά μου, μέσα στο σπίτι, την Δαφνούλα, το σεττεροειδές μπαθάκι, περίπου 20 κιλά. Τρελλάθηκα. Λέω από μέσα μου, πάει, αυτή φοβήθηκε με τον αέρα και την διέλυσε την σίτα
Τρέχω στο παράθυρο ... απείραχτο
Λέω, Παναγία μου, θα μπήκε μέσα το σκυλάκι το πρωί πριν φύγω από το σπίτι, χώθηκε κάπου, έτσι μαύρο κι άραχνο που είναι δεν το είδα και το έκλεισα μέσα... η κακούργα ... και το άφησα όλη μέρα χωρίς νεράκι και εγκλωβισμένο...
Αυτό το σκηνικό όμως επαναλήφθηκε κάτω από τις ίδιες σχεδόν συνθήκες κανά δυό φορές ακόμη. Είχα λυσσάξει. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως το έκανε αυτό, ο Κόπερφιλντ... Μέχρι που ανακάλυψα ότι οι σίτες, στα πλαινά τους χάσκουν. Εννοώ ότι δεν είναι κολλημένες ή κάτι τέτοιο, εκ κατασκευής. Αυτό βέβαια το έμαθα, αφού φώναξα τον μάστορα να τις φτιάξει και με κοίταγε ο άνθρωπος καλά-καλά... Ξέρετε, κυρία έτσι είναι όλες οι σίτες, "ανοιχτές" στο πλάι... ντα .... Η Δαφνούλα όμως το κατάλαβε αμέσως, το πουλάκι μου
Οπότε στριμωχνόταν ανάμεσα στο κλειστό πατζούρι και την σίτα η οποία βεβαίως ξεχειλωνόταν από το σπρώξιμο, έβρισκε το άνοιγμα στο πλάι και έκανε την δουλίτσα της μια χαρά
Ο άλλος ο μπουνταλάς μου, καθόταν απέξω και την κοίταγε όλη μέρα με παράπονο...