Ο σκύλος πολλές φορές αποτελεί “τα μάτια” του ανθρώπου, είτε σε πολύ δύσκολες καταστάσεις (καιρικές, καταστροφών, πολέμου, κ.α.), είτε στις περιπτώσεις ατόμων με απώλεια όρασης.
Θεωρούμε, οι περισσότεροι, δεδομένο πως ο σκύλος αντιλαμβάνετε τα πράγματα όπως εμείς ή και “καλύτερα”. Ακούει καλύτερα, οσφραίνεται καλύτερα, έχει την “6η αίσθηση” και βλέπει καλύτερα. Βλέπει όμως σαν κι εμάς;…Αντιλαμβάνεται τον κόσμο όπως εμείς;…Ξεχωρίζει τα χρώματα και “θαυμάζει” τις ίδιες εικόνες με εμάς;
Το ανθρώπινο μάτι αντιλαμβάνεται ένα φάσμα (περιλαμβάνει: ιώδες, κυανό, μπλε, πράσινο, κίτρινο, πορτοκαλί, κόκκινο) που εκτείνειται μεταξύ 400 (ιώδες) και 700 (κόκκινο) νανόμετρων (μονάδα μετρήσεως του μήκους κύματος του φωτός). Όταν ένα φωτεινό ερέθισμα φτάνει στον αμφιβληστροειδή χιτώνα, μέσω της κόρης, μεταμορφώνεται από τους κώνους (κωνία) και τις ράβδους (ραβδία) σε νευρικό ερέθισμα, το οποίο μεταδίδεται με τη σειρά του στον εγκέφαλο. Οι ράβδοι είναι επιφορτισμένοι με την όραση στο ημίφως, ενώ οι κώνοι για την αντίληψη των χρωμάτων.
Το ανθρώπινο μάτι διαθέτει τρεις τύπους κώνων, ευαίσθητων σε τρεις διαφορετικές δέσμες χρωμάτων: α) ιώδες, κυανό, μπλε β) πράσινο γ) κίτρινο, πορτοκαλί, κόκκινο. Τα σήματα που προέρχονται από αυτούς τους τύπους κώνων καταλήγουν στον αμφιβληστροειδή όπου και αναγνωρίζονται ως ξεχωριστά χρώματα. Υπάρχουν άτομα, που ωστόσο στερούνται κάποια κατηγορία κώνων, πάσχουν δηλαδή από δαλτονισμό. Όσοι έχουν γεννηθεί χωρίς κώνους ευαίσθητους στο κόκκινο έχουν πρωτανοπία και δευτερανοπία όσοι στερούνται των κώνων που αντιλαμβάνονται το πράσινο.
Για τον άνθρωπο θα λέγαμε πως η όραση είναι η κυρίαρχη αίσθηση. Έχει μάθει να βασίζεται αρκετά σε αυτή και στην αντίληψη του κόσμου που του δίνει. Ο ανθρώπινος νους, ο άνθρωπος, έχει ανάγκη από την οπτική λεπτομέρεια, από τον διαχωρισμό των χρωμάτων για την συλλογή τροφής και γενικότερα η όραση του είναι προσαρμοσμένη στην ημερήσια ζωή.
Τα σκυλιά αντιθέτως, μέχρι πριν την εξημέρωση τους, ήταν ζώα που δραστηριοποιούνταν και κυνηγούσαν στο λυκόφως και την νύχτα και σαν συνέπεια αυτό έχει να μην είναι τόσο σημαντικός παράγοντας για τα σκυλιά το χρώμα όσο η ικανότητα να βλέπουν με λιγοστό φως, να αντιλαμβάνονται την στιγμιαία κίνηση και να έχουν μεγαλύτερο εύρος όρασης.
Ο σκύλος λοιπόν, σύμφωνα και με τα παραπάνω, είναι δευτερανοπικός.
Το μάτι του σκύλου διαθέτει δύο τύπους κώνων και διαθέτει (ο αμφιβληστροειδής) 20% κώνους, ενώ ο άνθρωπος διαθέτει μια περιοχή με 100% κώνους (βοθρίο). Οι κώνοι λειτουργούν καλύτερα σε μέσο και υψηλό φωτισμό και έχουν την ικανότητα να εντοπίζουν το χρώμα. Οι σκύλοι παρουσιάζουν ποιό ανεπτυγμένες ράβδους που λειτουργούν καλύτερα στο ημίφως και το σκοτάδι και μπορούν να εντοπίσουν, να αντιληφθούν την κίνηση.
Το πιο γνωστό πείραμα (σειρά πειραμάτων καλύτερα) που βοήθησε στην διαμόρφωση συμπερασμάτων έγινε από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας (UCSB) στη Σάντα Μπάρμπαρα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με την υποστήριξη του “Εθνικού Οφθαλμολογικού Ινστιτούτου” των ΗΠΑ.
Χρησιμοποιήθηκαν τρία σκυλιά διαφορετικής φυλής. Το καθένα με τη σειρά του μπήκε στο “κουτί”, έναν κύβο από ξύλο και φορμάικα – ανοικτό από τη μια πλευρά – μέσα στον οποίο βρίσκονταν ( στο ύψος της μύτης του ζώου) τρεις φωτεινοί πίνακες και αντίστοιχα κάτω απ’ αυτούς τρεις λεκάνες. Οι πίνακες ήταν κατασκευασμένοι κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να φωτίζονται. Η ένταση, το χρώμα και η διάρκεια του φωτός ρυθμίζονταν από ηλεκτρονικό υπολογιστή.
Πριν από το πείραμα προηγήθηκε ένα προκαταρκτικό στάδιο εξοικειώσεως, κατά το οποίο τα σκυλιά προσελκύονταν στους πίνακες με τη βοήθεια ακουστικού σήματος προς τους πίνακες, ένας από τους οποίους φωτιζόταν.
Όταν το σκυλί λοιπόν πίεζε με τη μύτη του τον αναμμένο πίνακα, έπεφτε μια κροκέτα μέσα στη λεκάνη που βρισκόταν κάτω από τον συγκεκριμένο πίνακα, ως ανταμοιβή. Οι πίνακες φωτίζονταν με διαφορετική σειρά, ώστε το σκυλί να μην μπορέσει να την απομνημονεύσει και να διαλέγει αυτόματα κάθε φορά το δίσκο.
Αφού τα σκυλιά είχαν εξοικειωθεί με την διαδικασία, ήρθε η μεγάλη στιγμή.
Στόχος του πρώτου πειράματος ήταν να προσδιοριστεί επακριβώς ποιά χρώματα ξεχωρίζουν από το λευκό.
Άναβαν, λοιπόν, δύο πίνακες που εξέπεμπαν λευκό φως και ένας που εξέπεμπε εναλλάξ τα ορατά στον άνθρωπο χρώματα. Οι τρεις “συνεργάτες” δεν αντέδρασαν στο φάσμα μπλε-πράσινου, σα να επρόκειτο για λευκό, διαφανές δηλαδή φως.
Κατά το δεύτερο πείραμα και οι τρεις πίνακες εξέπεμψαν αρχικά λευκό φως, το οποίο φυσικά δεν ενεργοποίησε αντίδραση. Το πράγμα άλλαξε όταν ένας από τους πίνακες άρχισε σιγά – σιγά να παίρνει χρώμα, το οποίο ολοένα σκούραινε. Το πείραμα αυτό αποσκοπούσε στο να εντοπιστεί ποιά είναι η ποσότητα που απαιτείται για να ευαισθητοποιηθεί η όραση του σκύλου.
Τέλος κατά τη διάρκεια του τρίτου πειράματος οι τρεις σκύλοι αντίκρισαν το εξής θέαμα: δύο πίνακες εξέπεμπαν ίδιο χρώμα, ίδιας εντάσεως (συγκεκριμένου μήκους κύματος δηλαδή) ενώ η ένταση του χρώματος που εξέπεμπε ο τρίτος πίνακας στην αρχή ήταν η ίδια με των δύο πρώτων και σταδιακά αυξανόταν κατά δύο νανόμετρα (άλλαζε λοιπόν και η απόχρωση προς το πιο σκούρο).
Κατάφεραν λοιπόν με τη μύτη τους οι σκύλοι να δείξουν ότι ξεχώριζαν σαφώς τις αποχρώσεις του ιώδους, του κυανού και του μπλε. Αντιθέτως, όπως θα περίμενε κανείς με τα δεδομένα των προηγουμένων πειραμάτων, μπέρδεψαν το κόκκινο, το πορτοκαλί, το κίτρινο και το κιτρινοπράσινο. Ωστόσο τα διακρίνουν από το λευκό.
Επίσης, ο σκύλος διαθέτει μεγαλύτερη κόρη και μεγαλύτερο και παχύτερο φακό που βοηθούν στην καλύτερη όραση με περιορισμένο φώς, αλλά όχι στο βάθος πεδίου.
Μπορεί λοιπόν ο άνθρωπος να μπορεί να ξεχωρίσει περισσότερες χρωματικές λεπτομέρειες, αυτό όμως δεν σημαίνει πως ο σκύλος υπολείπεται σε κάτι. Αντίθετα μπορούν και “βλέπουν” πολλά περισσότερα διότι απλά δεν στηρίζονται μόνο στην όραση. Επιστρατεύουν την καταπληκτική όσφρηση τους, την οξύτατη ακοή, αλλά και την αφή μέσω δονήσεων για να “δούν” και έτσι έχουν ένα πολύ αποδοτικό αποτέλεσμα σε κάθε περίπτωση.
Εξελικτικά και οι δύο οργανισμοί προσαρμόστηκαν στις δικές τους, μοναδικές ανάγκες.