Μια “καλοκαιρινή” ασθένεια που έρχεται μαζί με τους άλλους “καλοκαιρινούς επισκέπτες”, τα τσιμπούρια (κρότωνες).
Η ερλιχίωση, αν και σοβαρή και αρκετά επικίνδυνη για την υγεία του σκύλου, δε μεταδίδεται στον άνθρωπο και σε κανένα άλλο είδος ζωου.
Πρωτοεμφανίστηκε στην Αλγερία, το 1935 και έγινε γνωστή ως Ρικετσίωση. Την σημερινή ονομασία οφείλει στο μικροοργανισμό Ehrlichia Canis, που παρασιτεί στα λευκοκύτταρα του αίματος.Σήμερα τη νόσο την συναντούμε παγκοσμίως.
Τα συμπτώματα που παρουσιάζει ο σκύλος που έχει προσβληθεί από την ερλιχίωση εμφανίζονται με: αναιμία, πυρετό, αιμορραγίες επίσταξη (μικρού βαθμού αιμορραγία από τη μύτη), ανορεξία, υπνηλία και κατάπτωση.
Πολλές φορές εμφανίζονται και κηλίδες (μελανιάσματα) στο δέρμα του σκύλου.Όσο προχωρά η αρρώστια τόσο ο σκύλος αδυνατίζει και αν δε γίνει έγκαιρη θεραπεία πεθαίνει.
Η μετάδοση της νόσου γίνεται από ζώο σε ζώο, μόνο μέσω κροτώνων (τσιμπούρια) εισβάλλει στον οργανισμό του σκύλου και προσβάλλει τα μονοκύτταρα του αίματος και τα μακροφάγα των ιστών.Ο υπεύθυνος κρότωνας της νόσου, Rhipishephalus Sanguineus έχει την ικανότητα να ζει περίπου 500 ημέρες χωρίς να πιει καθόλου αίμα.
Η νόσος προσβάλλει οικόσιτα και άγρια ζώα που ανήκουν στην οικογένεια των κυνιδών (canidae).
Στις εργαστηριακές αναλύσεις του αίματος παρατηρείται έντονη αναιμία και πτώση όλων των στοιχείων του αίματος. Η νόσος παρουσιάζεται με δύο μορφές: την οξεία και τη χρόνια.
Η οξεία μορφή έχει καλή εξέλιξη, εφόσον γίνει έγκαιρη θεραπεία. Η χρόνια μορφή της αρρώστιας δε θεραπεύεται και έχει κατάληξη το θάνατο του ζώου.
Ιδιαίτερη ευαισθησία εμφανίζουν οι Γερμανικοί Ποιμενικοί, τα Kόλι και τα Ντόμπερμαν.
Παρακάτω μια μικρή περιγραφή των 3 φάσεων της νόσου από πλευράς συμπτωμάτων (οξεία, υποκλινική και χρόνια).
Τα πρώτα κλινικά συμπτώματα παρουσιάζονται συνήθως 10-20 ημέρες μετά την μόλυνση και είναι ελαφριάς μορφής:
Κυματοειδής πυρετός, μερική ή πλήρης ανορεξία, κατάπτωση, μικρή απώλεια βάρους.Σπανιότερα παρατηρείται μικρή διόγκωση των λεμφογαγγλίων, θόλωση του κερατοειδούς, επιπεφυκίτιδα, διάμεση πνευμονία, οίδημα των άκρων, του όσχεου και έμετος.
Σε μερικές των περιπτώσεων πιθανόν να παρατηρηθούν μικρές αιμορραγίες. Η πρώτη αυτή «εμπύρετη φάση» διαρκεί από 4 ημέρες μέχρι και 3 εβδομάδες, και ακολουθείται από την επόμενη φάση την υποκλινική.
Κατά την φάση αυτή, που διαρκεί 40-120 ημέρες, τα κλινικά συμπτώματα συνήθως υποχωρούν και το ζώο εμφανίζεται σαν να έχει θεραπευτεί. Τα αιματολογικά ευρήματα είναι συνήθως παρόμοια με εκείνα της οξείας φάσης, δηλαδή λευκοκυττάρωση, υποπλαστική αναιμία και έντονη θρομβοκυτταροπενία.
Η χρόνια φάση αποτελεί την τελική φάση της νόσου. Τα κλινικά συμπτώματα είναι συνήθως κατάπτωση, πυρετός, ωχροί βλεννογόνοι, απώλεια βάρους σταδιακά αυξανόμενη, πετέχειες και εκχυμώσεις στο δέρμα και τους βλεννογόνους, και τέλος ρινορραγία ετερόπλευρη ή αμφοτερόπλευρη. Η ρινορραγία παρουσιάζεται συνήθως απότομα και είναι έντονη και επίμονη.Αποτέλεσμα των αιμορραγιών είναι η σοβαρή οξεία αιμορραγική αναιμία.
Η ερλιχίωση δε μεταδίδεται στον άνθρωπο και σε κανένα άλλο είδος ζωου. Η πρόληψη της ερλιχίωσης βασίζεται στη διατήρηση των ζώων χωρίς τσιμπούρια, με τη χρήση των ειδικών αντιπαρασιτικών φαρμάκων (σκόνες, σπρέι, σταγόνες) που κυκλοφορούν στο εμπόριο, αλλά και άλλα “φυσικά” μέσα.
Η πρόληψη της ασθένειας είναι άμεσα συνδεδεμένη με την έγκαιρη διάγνωση, όσο και με την κατάλληλη θεραπεία.Σε περίπτωση λάθους ή “ημιτελούς” θεραπευτικής αγωγής παρατηρούνται βλάβες σε νεφρούς, μυελό οστών, πνεύμονες και εγκέφαλο.