Ένα ίδρυμα που λίγοι γνωρίζουν και ακόμα λιγότεροι γνωρίζουν την επιρροή στην πορεία της κυνολογίας.
Οπως όλα τα μεγάλα Μουσεία, τo Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Βέρνης έχει αποθηκευμένο μεγάλο αριθμό επιστημονικών θησαυρών αθέατο στους περισσότερους επισκέπτες. Οι θησαυροί αυτοί αν και δεν ενδιαφέρουν το πλατύ κοινό, εν τούτοις έχουν σημαντική επιστημονική αξία.
Ανάμεσα στους θησαυρούς αυτούς περιλαμβάνεται μία συλλογή που δεν είναι ανοικτή στο ευρύ κοινό και μπορεί να δει κάποιος σε ειδικές περιπτώσεις, η συλλογή του Ιδρύματος Κυνολογικών Μελετών Albert Heim.
Προς το τέλος του περασμένου αιώνα, στις ακτές των Ελβετικών λιμνών, βρέθηκαν μεγάλες ποσότητες από απομεινάρια κατοικιών της Νεολιθικής Εποχής. Μαζί με τα αρχαιολογικά απομεινάρια, αποκαλύφθηκε και ένα πλήθος από κόκαλα ζώων. Τα κόκαλα αυτά θεωρήθηκαν κατά κύριο λόγο ότι αποτελούσαν απομεινάρια ζώων που οι προγονοί μας κυνηγούσαν, εξέθρεψαν και στη συνέχεια σκότωναν για τροφή.
Στο βιβλίο του Untersuchungen der Thierreste aus den Pfahlbauten der Schweiz, ο ζωολόγος και παλαιοντολόγος από τη Βασιλεία, Karl Ludwig Rutimeyer (1825- 1895), προσπάθησε να αναπαραστήσει την άγρια πανίδα της Νεολιθικής Εποχής μαζί με τα κατοικίδια ζώα. Κατά τη γνώμη του Rutimeyer, τα σκυλιά που βρήκε δεν ήταν κατοικίδια προερχόμενα από άγριους προγόνους, αλλά ανήκαν σε άγρια είδη που τώρα έχουν εξαφανισθεί (canis familiaris). Ο Rutimeyer δεν συγκέντρωσε την προσοχή του τόσο στα σκυλιά όσο στα βοοειδή.
Ο πραγματικός θεμελιωτής της επιστημονικής κυνολογίας ήταν ο Theopnil Studer (1845-1922), καθηγητής της ζωολογίας και ανατομίας του Πανεπιστημίου της Βέρνης και Διευθυντής του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας. Από το 1874 και μετά, η μελέτη του Studer επικεντρώθηκε στην καταγωγή του κατοικίδιου σκύλου και στην εξέλιξη των σύγχρονων φυλών. Για vα μπορέσει να πάρει ακριβή αποτελέσματα αλλά και να έχει τη δυνατότητα επανάληψις των, χρησιμοποίησε σταθερά, κρανιομετρικές μεθόδους που είχαν ως βάση τη σύγκριση των μετρήσεων και των αναλογιών των κρανίων.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Μουσείο συνέλεξε μεγάλο αριθμό νέων κατοικίδιων και άγριων σκύλων. Μετά από τον θάνατο του Studer, η συλλογή του καταδικάσθηκε στη λήθη εξ’αιτίας οικονομικών και χωροταξικών προβλημάτων του Μουσείου. Ο διάδοχος του, καθηγητής Franz Baumann, αν και δεν ήταν προσωπικά αναμεμειγμένος στην κυνολογική έρευνα, δεν θέλησε να τα αφήσει ξεχασμένα σε κάποια γωνιά. Έτσι επεδίωξε επαφές με το “Schweizerische Kynologische Gesellschaft”, δηλαδή το αντίστοιχο του Ελβετικού Κυνολογικού Ομίλου (Swiss Kenel Club). Οι επαφές αυτές οδήγησαν στην ιδέα της δημιουργίας ενός ιδρύματος υπό την ευθύνη του Μουσείου.
Στο Ίδρυμα δόθηκε το όνομα του παγκοσμίως γνωστού Καθηγητού της Γεωλογίας, Albert Heim (1849-1937).
Ο Albert Heim δεν ήταν μόνο επιστήμονας και δάσκαλος αλλά και ένας πολύ ενεργός κυνολόγος όπως εξάλλου δείχνουν οι εκδόσεις του που εξακολουθούν να υφίστανται έως σήμερα. Ο ίδιος ήταν εκτροφέας σκύλων της Νέας Γης (Newfoundland) εισάγοντας σκυλιά από τη Νέα Γη του Καναδά που για την εποχή εκείνη ήταν ένα κατόρθωμα.
Επίσης ο Albert Heim ήταν διεθνής κριτής σε πολλές εκθέσεις σκύλων. Σ ‘αυτόν τον τομέα, τα ενδιαφέροντά του επικεντρώνονταν στα Ελβετικά Ορεινά Σκυλιά. Όπως φαίνεται, το Appenzeller Cattle Dog και το Great Swiss Mountain Dog οφείλουν την ύπαρξή τους στον Albert Heim. Προς τιμή αυτού του σπουδαίου επιστήμονα και της 80ής επετείου των γενεθλίων του, δόθηκε το όνομά του στο Ίδρυμα.
Το ίδρυμα, πλέον, έχει σαν στόχο τον εμπλουτισμό αλλά και την διατήρηση της συλλογής του Studer, την υποστήριξη των επιστημονικών, κυνολογικών ερευνών και την εξάπλωση των γνώσεων που προκύπτουν από τα αποτελέσματα.
Κατά τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης του Ιδρύματος, η ανάπτυξη της συλλογής ήταν σημαντική όχι όμως και των επιστημονικών αποτελεσμάτων που η πρόοδος τους προχωρούσε με βραδύτερους ρυθμούς.
Ύστερα από μία πλήρη ακινησία, που ακολούθησε τον θάνατο του Theophil Stiver, οι έρευνες επί των συλλογών ξανάρχισαν υπό την καθοδήγηση του Καθηγητή Walter Huber (1917-1984).
Τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν είτε από τον ίδιο είτε από σπουδαστές του. Ετσι, όλο και περισσότερο, η κυνολογία γίνεται και πάλι κεντρικό σημείο αναφοράς του Μουσείου.Στους προβληματισμούς για τις ρίζες του κατοικίδιου σκύλου, που ήταν σημαντικοί για τον Studer και τους συγχρόνους του, προστέθηκαν νέοι :
Η μεταβολή των φυλών, η μεταβλητότητα, η κληρονομικότητα των δυσμορφιών και των φυσιολογικών προβλημάτων σε συνδυασμό με το μέγεθος του σώματος.
Ανεξάρτητα από την έρευνα αυτή, στο Μουσείο Φυσικής ιστορίας διενεργούνταν και μία ανατομική και ιατρική έρευνα υψηλών προδιαγραφών στα τμήματα ζωολογίας των Πανεπιστημίων της Βέρνης και της Ζυρίχης. Οι μελέτες αυτές πρέπει να αναφερθούν αν και δεν υπήρχε οποιαδήποτε σχέση αυτών των μελετών και αυτών του Μουσείου που κυρίως ήταν προσανατολισμένες σε θέματα προϊστορίας. Ο κυρίως υπεύθυνος για τις επαφές του Ιδρύματος με το τμήμα της κτηνιατρικής σχολής ήταν το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και κτηνίατρος, Δόκτωρ Mark Fluckiger.
Για να πληροφορηθεί το κοινό επί των αποτελεσμάτων αυτής της επιστημονικής εργασίας, αποφασίσθηκε η δημοσίευση περιλήψεων, όλων των μελετών που χρηματοδοτήθηκαν από το Ιδρυμα, στην επίσημη εφημερίδα της Ελβετικής Κυνολογικής Εταιρίας.
Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, οι συλλογές αποτελούνται κυρίως από κρανία. Έως τον Οκτώβριο του 1994, στη συλλογή περιλαμβάνονταν 2038 κρανία από 174 φυλές, 216 δέρματα από 99 φυλές και 187 πλήρεις σκελετοί από 83 φυλές.
Επίσης περιλαμβάνονται πολλά ταριχευμένα ζώα διαφόρων φυλών.
Το σύνολο αυτής της συλλογής είναι καλά τεκμηριωμένο (pedigree, φωτογραφίες, εκθέσεις και κρίσεις κριτών) και το κυριότερο, οι μετρήσεις είναι καταχωρημένες σε ηλεκτρονική βάση δεδομένων. Μία πολύ καλά προσεγμένη βιβλιοθήκη με περισσότερα από 500 βιβλία με θέματα σκύλων και μία συλλογή αντιγράφων που είναι διαθέσιμα όχι μόνο στους επιστήμονες αλλά και στο ευρύ κοινό.
Το κύριο ερώτημα που αφορά τις ρίζες των ήμερων (domestic) σκύλων, ήταν ένα από τα πρώτα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπισθεί. Κατά τη διάρκεια των επομένων ετών, μετά την επίλυση του προβλήματος των ριζών, άρχισαν να αναδύονται νέοι προβληματισμοί σχετικά με την απέραντη απόκλιση των συγχρόνων φυλών καθώς επίσης και την επίδραση του σχήματος και του μεγέθους.
Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τα τελευταία χρόνια παρουσιάσθηκαν πολλές εκθέσεις με κυνολογικά θέματα. Μία από τις μεγαλύτερες εκθέσεις με περισσότερες από 40 ομάδες, παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά το 1979 στην παγκόσμια έκθεση της Βέρνης.Οπως υποδηλώνεται και από τον τίτλο:
“Από το Νεολιθικό στο Σημερινό Σκυλί” (From Neolithic to Modern Dog), η προσπάθεια επικεντρώνονταν στο να αναδειχθεί ο μακρύς δρόμος από τους άγριους προγόνους στο σημερινό σκυλί.
Η συμβολή του Ιδρύματος Albert Heim είναι ότι απέδειξε , ότι για αιώνες, πολλές από τις σύγχρονες φυλές των σκύλων μπόρεσαν να αναπτυχθούν χωρίς να χρειάζεται να υπηρετήσουν μία άμεση ανάγκη, όπως συνέβη με άλλα κατοικίδια ζώα, παρά μόνο την ευχαρίστηση του ανθρώπου.
Δεν υπάρχει άλλο είδος στο ζωικό βασίλειο που να δείχνει τόσο μεγάλη ποικιλία, όχι μόνο στο μέγεθος και στο σχήμα, στην υφή και στο χρώμα του τριχώματος και των άλλων ακόμα ψυχικών χαρακτηριστικών, αλλά ακόμα και σε μεγάλο βαθμό στο μέγεθος του κρανίου.
Αυτή είναι μία χαρακτηριστική άποψη που κάνει την έρευνα των κρανίων του σκύλου τόσο ενδιαφέρουσα. Η έρευνα επί των κρανίων του σκύλου παρέχει τη γνώση στην “πλαστικότητα” του γενετικού υλικού των ζώων.
Μια έρευνα που συνεχίζεται και εξελίσσεται μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια παράλληλα με την εξέλιξη και την διαφοροποίηση των διαφόρων φυλών σύμφωνα με τα ανθρώπινα κριτήρια.