Sterilized ή neutered?


Sara

Well-Known Member
27 Δεκεμβρίου 2008
7.750
1.514
Illinois, USA
Έγινε μεταφορά μηνυμάτων από εδώ.
---------------------------------------------

Μπράβο, παιδιά, χαίρομαι πολύ για τα σκυλάκια. Μόνο να επισημάνω κάτι αν θέλετε: φαντάζομαι ότι οι αγγελίες στα αγγλικά μπαίνουνε γιατί πολλές φορές ενδιαφέρονται και ξένοι για τα αδέσποτα, έτσι? Να διορθώσω λοιπόν μόνο τα της στείρωσης της Μυρτώς που δεν είναι "sterilized" (το οποίο παραπέμπει σε μολύνσεις) αλλά "neutered" όπως λένε τη στείρωση στα αγγλικά, φυσικά κατ' ευφημισμόν. :)
 
Last edited by a moderator:


kopritis

Well-Known Member
1 Νοεμβρίου 2008
7.809
23
Αθήνα, κεντρο.
Σάρα, έχει και άλλη έννοια το sterilisation . Στην αρχή κι εγώ νόμιζα οτι είναι μόνο για την αποστείρωση, αλλά είναι σωστό και για τη στείρωση! :)

1. sterilisation - the act of making an organism barren or infertile (unable to reproduce)
sterilization
surgical operation, surgical procedure, surgical process, surgery, operation - a medical procedure involving an incision with instruments; performed to repair damage or arrest disease in a living body; "they will schedule the operation as soon as an operating room is available"; "he died while undergoing surgery"
altering, neutering, fixing - the sterilization of an animal; "they took him to the vet for neutering"
surgical contraception - contraception by surgical sterilization
2. sterilisation - the procedure of making some object free of live bacteria or other microorganisms (usually by heat or chemical means)
sterilization
cleaning, cleansing, cleanup - the act of making something clean; "he gave his shoes a good cleaning"
pasteurisation, pasteurization - partial sterilization of foods at a temperature that destroys harmful microorganisms without major changes in the chemistry of the food
 


kopritis

Well-Known Member
1 Νοεμβρίου 2008
7.809
23
Αθήνα, κεντρο.
ster·il·ize (str-lz)
tr.v. ster·il·ized, ster·il·iz·ing, ster·il·iz·es
1. To make free from live bacteria or other microorganisms.
2. To deprive (a person or an animal) of the ability to produce offspring, as by removing the reproductive organs.
3.
a. To make incapable of bearing fruit or germinating.
b. To render (land) unfruitful.
4. Economics To place (gold) in safekeeping so as not to affect the supply of money or credit.
5. To make inoffensive or innocuous: sterilized the terminology with euphemisms.
 


Sara

Well-Known Member
27 Δεκεμβρίου 2008
7.750
1.514
Illinois, USA
Σοβαρά? Εγώ το έχω δει μόνο ως neutered παντού, ακόμα και σε επίσημα έγγραφα.
 




Berna

Well-Known Member
17 Ιουλίου 2009
9.767
4.043
40
Belgrade, RS
clockworkplum.wix.com
Σοβαρά? Εγώ το έχω δει μόνο ως neutered παντού, ακόμα και σε επίσημα έγγραφα.
neutered και spayed εχω ακουσει και διαβασει, μαλλον το ενα ειναι για τα θηλυκα και το αλλο για τα αρσενικα (ασχετη :p )
 


Sara

Well-Known Member
27 Δεκεμβρίου 2008
7.750
1.514
Illinois, USA
Ναι, μπράβο, για τα θηλυκά χρησιμοποιούνε το spayed. Συνήθως λένε "spay and neuter"/"spay or neuter" your pet και στην εγγραφή που έκανα στο Μουφ στην κτηνίατρο και στην εκπαίδευση έχει επιλογή M ή F για το φύλο και δίπλα έχει το Ν για το "neutered" και για τα δυο, στο οποίο βάζεις αναλόγως κυκλάκι.