Οι προσωρινοί μου συγκάτοικοι!
Αφιγίτε ο κούταβος:
“Την μαμά μου; Δεν την θυμάμαι, μονό μια φευγαλέα μυρωδιά που κάπου μυρίζω κάθε τόσο φέρνει στην μνήμη μου την ξεθωριασμένη της ανάμνηση Δεν ήμασταν ούτε ενός μηνός όταν μας πήραν απο αυτήν και μας πέταξαν μπροστά σε ένα μεγάλο κτίριο, πανεπιστήμιο τους άκουσα να το λένε, δεν καταλάβαινα πολλά , τουλάχιστον όχι τον κίνδυνο, είχα μάθει να εμπιστεύομαι τους ανθρώπους και αφού εκεί υπήρχανε τόσοι πολλοί ήμουν χαρούμενος Κάποιες κοπέλες μας τάιζαν και πολλοί σταμάταγαν και μας χάιδευαν, όλοι έλεγαν πόσο όμορφα και γλυκουλια ήμασταν Τι παραπάνω να θέλει κανείς απο την ζωή του? Έξι ήμασταν στο σύνολο, εγώ ήμουν το πιο μικροκαμωμένο απο όλα, το τελευταίος της γέννας Ο αδερφός μου ο Μπουλούκος, ήταν κάτι σαν αρχηγός για εμάς, είχε πλούσιο μακρύ τρίχωμα και πάντα έβρισκε τους καλύτερους μεζέδες Όλα κυλούσαν ήρεμα τις πρώτες μέρες μέχρι που άρχισε να βρέχει και εμείς να κρυώνουμε, κάποιες κοπέλες μας βοηθήσανε Είπαν θα έβαζαν αγγελία! Την επόμενη μέρα ο μπουλούκος βρήκε ένα γεύμα άξιο βασιλιά! Εγώ και ο αδερφός μου που ήμασταν τα δυο μικρότερα δεν προλάβαμε να φάμε Τα υπόλοιπα χορτασμένα τα πήρε ο ύπνος, εμείς όμως πεινάγαμε και αρχίσαμε να κλαίμε Ήρθαν και άλλοι άνθρωποι “είναι νεκρά” είπε ο ένας και μετά είπαν κάτι για φόλα, δεν κατάλαβα τι ακριβός είναι αυτό Μας πήραν μέσα σε ένα κτίριο που έκαναν λέει κατάληψη, δε περνάγαμε άσχημα μείναμε εκεί μερικές μέρες μέχρι που σταματήσαν να μας θέλουν εκεί Κλαίγοντας πήγαμε στα παλιά μας λιμερια, εκεί ήταν οι κοπέλες που θα έβαζαν της αγγελίες Τρελάθηκαν απο την χαρά τους, μας είπαν να κάνουμε υσιχία και μας έκρυψαν σε εν μέρος που δεν έπρεπε να ήμαστε! Είπαν θα μας πάνε στην πόλη! Έτσι και έγινε, εγώ ήμουν χομενος μέσα στο μπουφάν μιας κοπέλας ενώ ο αδερφός μου σε ένα σακίδιο, πάλι έπρεπε να κάνουμε ησιχία για να μην μας καταλάβει κάποιος οδηγός λεωφορείου
Έβρεχε καρεκλοπόδαρα, όταν η καλές αυτές κοπέλες μας έδωσαν σε μια τρελή που κρατούσε κάτι που το λέγανε ομπρέλα! Άρχισα να κλαίω, άλλα οι καλές κοπέλες δεν με άκουγαν, και έτσι μου έμεινε η τρελή με την φίλη της, μας πήγαν σε ένα σπίτι που συνεχια μας μαλώνουν γιατί τα κάνουμε πάνω στο χαλί, και μας βάζουν τις φωνές! Μάλιστα αυτή η τρελή μιλάει συνέχεια για την γάτα της. Και λέει οτι εμείς δεν μαθαίνουμε τόσο γρήγορα όσο τα γατάκια Της έδειξα όμως εγώ! Βεβαία σήμερα τα έκανα μονό στο μπαλκόνι πάνω σε εφημερίδες! Δυστυχώς όμως επειδή δεν μπορεί η τρελή να μας βγάζει συνέχεια έξω μας χει τώρα κλεισμένα σε μια κούτα! Και όταν κλαίμε μας μαλώνει πολύ, γιατί λέει θα ξυπνήσουμε το μωρό των δίπλα! Μα και εμείς μωρακια δε είμαστε; Θέλουμε απλά να παίξουμε,που να παίξεις όμως μέσα σε ένα χαρτόκουτο? Μακάρι να βρω κάποιον που να με αγαπάει και να θέλει να παίζει μαζί μου... "