Στις αρχές του 20ου αιώνα ένας γιατρός από την επαρχία της Κόρντομπα της Αργεντινής ονόματι Αντόνιο Νόρες Μαρτίνες αποφάσισε να πραγματοποιήσει το όνειρό του και να δημιουργήσει τον απόλυτο σκύλο όπως ακριβώς όπως τον είχε φανταστεί. Το αγαπημένο του χόμπι ήταν το κυνήγι και το κυνήγι στην Αργεντινή σήμαινε κυνήγι Αγριόχοιρου ή κυνήγι των επικυρηγμένων, για τις ζημιές που προκαλούσαν, Πούμα. Το κυνήγι στην Αργεντινή είχε όμως ιδιομορφίες. Οι τραχιές περιοχές της χώρας επέτρεπαν το κυνήγι να γίνεται αποκλειστικά πάνω σε άλογο. Επίσης είχε και μια σημαντική παράδοση η οποία διατηρείται μέχρι τις μέρες μας: ο κυνηγός που χρησιμοποιεί στο κυνήγι πυροβόλο όπλο θεωρείται δειλός. Άρα το κυνήγι έπρεπε να γίνει μόνο με την βοήθεια σκύλων και αιχμηρών κυνηγετικών όπλων όπως το μαχαίρι ή η λόγχη. Το ιδανικό σκυλί κατά τον Νόρες Μαρτίνες λοιπόν θα ήταν ένας ατρόμητος κι αποφασισμένος κυνηγός με μεγάλα αποθέματα ενέργειας κι επιμονής που ταυτόχρονα θα ήταν κι ένας αφοσιωμένος οικογενειακός σκύλος ικανός να υπερασπιστεί την οικογένεια και τους δικούς του από οποιαδήποτε απειλή.
Με μεγάλη γενετική γνώση, πήρε λοιπόν σαν βάση τον, σήμερα αφανισμένο. Παλιό Κυνομάχο της Κόρντομπα, έναν σκύλο με ιδιαίτερα έντονο ένστικτο θήρευσης και σταδιακά τον διασταύρωνε με σκύλους που έφεραν τα επιθυμά χαρακτηριστικά που ήθελε. Έτσι χρησιμοποίησε τον Ιρλανδικό Λυκοθήρα, σκύλο θαρραλέο, που ήταν εκείνη την εποχή γνωστός για την μεγάλη του ταχύτητα και για την μνημειώδη αντοχή του. Επίσης τον διασταύρωσε με ένα Αγγλικό Μπουλντόγκ παλαιού τύπου, σκύλο συμπαγή, δυνατό κι επίμονο, που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από Άγγλους της εποχής στις κυνομαχίες. Για να κερδίσει σε σωματική δύναμη και δύναμη στους σιαγώνες, χρησιμοποιήθηκε κι ένα Ντογκ του Μπορντώ. Θέλοντας να μετριάσει την ανεξέλεγκτη επιθετικότητα που πιθανότατα θα παρουσίαζε ο νέος σκύλος χρειαζόταν έναν σκύλο γνωστό για την παροιμιώδη αφοσίωσή του στο αφεντικό του. Αυτός ο σκύλος ήταν το Γερμανικό Μπόξερ. Ένα καλό κυνηγόσκυλο χρειαζόταν και καλή μύτη. Και για να με δεδομένο πως τα Πούμα είχαν την τάση να ανεβαίνουν στα δέντρα, αλλά για να κυνηγήσει γρήγορα, ο καινούργιος σκύλος έπρεπε να κυνηγάει με την μύτη ψηλά. Ο Νόρες Μαρτίνες λοιπόν πήρε τον καλύτερους σκύλους που φέρουν τα χαρακτηριστικά λήψης των ιχνών από τον αέρα κι αυτά ήταν δύο Πόιντερ. Για να μπορεί ο κυνηγός να ξεχωρίσει τον θηρευτή από το θήραμα έπρεπε ο σκύλος να είναι χτυπητού λευκού χρώματος. Ο προβληματισμός του Νόρες Μαρτίνες βρισκόταν στον σκύλο που θα χρησιμοποιούσε για να το επιτύχει αυτό χωρίς να χάσει κάτι από τα υπόλοιπα ζητούμενα. Έτσι στην συνταγή του περιέλαβε έναν αρλεκίνο Γερμανικό Μολοσσό (κερδίζοντας ταυτόχρονα και σε μέγεθος) κι ένα θηλυκό λευκό Μπουλτέριερ που είχε εισάγει από την Αγγλία και το οποίο πρόσφερε επιπλέον θάρρος. Έχοντας στον νου του πως ένας κυνηγός που θα κυνηγούσε στις αφιλόξενες καιρικά υπαίθρους της αργεντινής χρειαζόταν να είναι και ανθεκτικός σε αντίξοες καιρικές συνθήκες χρειαζόταν κάτι που να του παρέχει τις σχετικές αντοχές. Αυτό το κάτι του το προσέφεραν ο Σκύλος των Πυρηναίων και το Ισπανικό Μαστίφ. Μετά από αρκετές γενεές πέτυχε τελικά το αποτέλεσμά του και το ονόμασε Ντόγκο Αρτζεντίνο.
Το Ντόγκο είναι ένας κυνηγός από την φύση του. Κυνηγάει περισσότερο σαν αρπαχτικό και λιγότερο σαν κυνηγόσκυλο. Βλέπει το θήραμα σαν κάτι αναγκαίο για επιβίωση κι έχει έμφυτο το ένστικτο της καταδίωξης, της σύλληψης και του επίμονου κρατήματος το οποίο μπορεί να φτάσει μέχρι το σημείο να εξαντλήσει το θήραμά του ή και σε ορισμένες περιπτώσεις να το θανατώσει κιόλας. Για αυτόν τον λόγο στην Αργεντινή συχνά οι κυνηγοί μοιράζονται τμήμα της λείας τους με τα σκυλιά τους.
Το Ντόγκο ωστόσο αναπτύσσει κι ένα πολύ έντονο δέσιμο με την αγέλη του, δηλαδή με την οικογένεια του ιδιοκτήτη του και με τα σκυλιά με τα οποία κυνηγάει μαζί. Αυτό το δέσιμο είναι τόσο έντονο που μπορεί να το κάνει να φτάσει στο σημείο να δώσει ακόμα και την ζωή του για αυτούς. Χαρακτηριστικά τα οποία μπορούν δυστυχώς προσελκύσουν εύκολα άτομα ακατάλληλα να χειριστούν σωστά έναν τέτοιον σκύλο.
Το Ντόγκο είναι ευφυές και πάντα πρόθυμο. Αλλά είναι κι επίμονο και ξεροκέφαλο. Έχει ανεξάντλητα αποθέματα ενέργειας και δύναμης. Είναι πολύ αθλητικό κι εκρηκτικό στις αντιδράσεις του οι οποίες συνήθως εκτελούνται χωρίς κανένα προηγούμενο οπτικό ή ακουστικό σημάδι ή καμία προειδοποίηση. Χρειάζεται κίνητρα για να εκτελέσει εντολές και ένα σταθερό κι επίμονο χέρι το καθοδηγεί. Είναι απαραίτητο να του γίνει εξαρχής κατανοητή η θέση του στην αγέλη και αυτό πρέπει να επιτευχθεί χωρίς ιδιαίτερη άσκηση βίας. Ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι πρόκειται για σκύλο που έχει σαφή επίγνωση της δύναμής του, δεν πρέπει να ασκηθεί ποτέ βία σε βαθμό τέτοιο που να δώσει αφορμή στον σκύλο να αναρωτηθεί αν είναι αναγκαία η άσκηση βίας για την αναρρίχηση στην κορυφή της αγέλης. Για τους παραπάνω λόγους η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική κι επιβεβλημένη και πρέπει να γίνει με μόνο κυναγωγό τον ιδιοκτήτη και υπό την καθοδήγηση έμπειρου στην φυλή εκπαιδευτή. Επίσης είναι αναγκαία η κοινωνικοποίηση του ήδη από τις πρώτες εβδομάδες της ζωής του.
Εν κατακλείδι το Ντόγκο Αρτζεντίνο είναι υπέροχος σκύλος για λίγους κι έτσι πρέπει να παραμείνει. Έχει πολλές αρετές που μπορεί να τις ξεδιπλώσει μόνο στα κατάλληλα χέρια, διότι διαφορετικά η έντονη προσωπικότητά του εύκολα θα καλύψει αυτήν ενός ακατάλληλου ιδιοκτήτη.
Με μεγάλη γενετική γνώση, πήρε λοιπόν σαν βάση τον, σήμερα αφανισμένο. Παλιό Κυνομάχο της Κόρντομπα, έναν σκύλο με ιδιαίτερα έντονο ένστικτο θήρευσης και σταδιακά τον διασταύρωνε με σκύλους που έφεραν τα επιθυμά χαρακτηριστικά που ήθελε. Έτσι χρησιμοποίησε τον Ιρλανδικό Λυκοθήρα, σκύλο θαρραλέο, που ήταν εκείνη την εποχή γνωστός για την μεγάλη του ταχύτητα και για την μνημειώδη αντοχή του. Επίσης τον διασταύρωσε με ένα Αγγλικό Μπουλντόγκ παλαιού τύπου, σκύλο συμπαγή, δυνατό κι επίμονο, που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από Άγγλους της εποχής στις κυνομαχίες. Για να κερδίσει σε σωματική δύναμη και δύναμη στους σιαγώνες, χρησιμοποιήθηκε κι ένα Ντογκ του Μπορντώ. Θέλοντας να μετριάσει την ανεξέλεγκτη επιθετικότητα που πιθανότατα θα παρουσίαζε ο νέος σκύλος χρειαζόταν έναν σκύλο γνωστό για την παροιμιώδη αφοσίωσή του στο αφεντικό του. Αυτός ο σκύλος ήταν το Γερμανικό Μπόξερ. Ένα καλό κυνηγόσκυλο χρειαζόταν και καλή μύτη. Και για να με δεδομένο πως τα Πούμα είχαν την τάση να ανεβαίνουν στα δέντρα, αλλά για να κυνηγήσει γρήγορα, ο καινούργιος σκύλος έπρεπε να κυνηγάει με την μύτη ψηλά. Ο Νόρες Μαρτίνες λοιπόν πήρε τον καλύτερους σκύλους που φέρουν τα χαρακτηριστικά λήψης των ιχνών από τον αέρα κι αυτά ήταν δύο Πόιντερ. Για να μπορεί ο κυνηγός να ξεχωρίσει τον θηρευτή από το θήραμα έπρεπε ο σκύλος να είναι χτυπητού λευκού χρώματος. Ο προβληματισμός του Νόρες Μαρτίνες βρισκόταν στον σκύλο που θα χρησιμοποιούσε για να το επιτύχει αυτό χωρίς να χάσει κάτι από τα υπόλοιπα ζητούμενα. Έτσι στην συνταγή του περιέλαβε έναν αρλεκίνο Γερμανικό Μολοσσό (κερδίζοντας ταυτόχρονα και σε μέγεθος) κι ένα θηλυκό λευκό Μπουλτέριερ που είχε εισάγει από την Αγγλία και το οποίο πρόσφερε επιπλέον θάρρος. Έχοντας στον νου του πως ένας κυνηγός που θα κυνηγούσε στις αφιλόξενες καιρικά υπαίθρους της αργεντινής χρειαζόταν να είναι και ανθεκτικός σε αντίξοες καιρικές συνθήκες χρειαζόταν κάτι που να του παρέχει τις σχετικές αντοχές. Αυτό το κάτι του το προσέφεραν ο Σκύλος των Πυρηναίων και το Ισπανικό Μαστίφ. Μετά από αρκετές γενεές πέτυχε τελικά το αποτέλεσμά του και το ονόμασε Ντόγκο Αρτζεντίνο.
Το Ντόγκο είναι ένας κυνηγός από την φύση του. Κυνηγάει περισσότερο σαν αρπαχτικό και λιγότερο σαν κυνηγόσκυλο. Βλέπει το θήραμα σαν κάτι αναγκαίο για επιβίωση κι έχει έμφυτο το ένστικτο της καταδίωξης, της σύλληψης και του επίμονου κρατήματος το οποίο μπορεί να φτάσει μέχρι το σημείο να εξαντλήσει το θήραμά του ή και σε ορισμένες περιπτώσεις να το θανατώσει κιόλας. Για αυτόν τον λόγο στην Αργεντινή συχνά οι κυνηγοί μοιράζονται τμήμα της λείας τους με τα σκυλιά τους.
Το Ντόγκο ωστόσο αναπτύσσει κι ένα πολύ έντονο δέσιμο με την αγέλη του, δηλαδή με την οικογένεια του ιδιοκτήτη του και με τα σκυλιά με τα οποία κυνηγάει μαζί. Αυτό το δέσιμο είναι τόσο έντονο που μπορεί να το κάνει να φτάσει στο σημείο να δώσει ακόμα και την ζωή του για αυτούς. Χαρακτηριστικά τα οποία μπορούν δυστυχώς προσελκύσουν εύκολα άτομα ακατάλληλα να χειριστούν σωστά έναν τέτοιον σκύλο.
Το Ντόγκο είναι ευφυές και πάντα πρόθυμο. Αλλά είναι κι επίμονο και ξεροκέφαλο. Έχει ανεξάντλητα αποθέματα ενέργειας και δύναμης. Είναι πολύ αθλητικό κι εκρηκτικό στις αντιδράσεις του οι οποίες συνήθως εκτελούνται χωρίς κανένα προηγούμενο οπτικό ή ακουστικό σημάδι ή καμία προειδοποίηση. Χρειάζεται κίνητρα για να εκτελέσει εντολές και ένα σταθερό κι επίμονο χέρι το καθοδηγεί. Είναι απαραίτητο να του γίνει εξαρχής κατανοητή η θέση του στην αγέλη και αυτό πρέπει να επιτευχθεί χωρίς ιδιαίτερη άσκηση βίας. Ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι πρόκειται για σκύλο που έχει σαφή επίγνωση της δύναμής του, δεν πρέπει να ασκηθεί ποτέ βία σε βαθμό τέτοιο που να δώσει αφορμή στον σκύλο να αναρωτηθεί αν είναι αναγκαία η άσκηση βίας για την αναρρίχηση στην κορυφή της αγέλης. Για τους παραπάνω λόγους η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική κι επιβεβλημένη και πρέπει να γίνει με μόνο κυναγωγό τον ιδιοκτήτη και υπό την καθοδήγηση έμπειρου στην φυλή εκπαιδευτή. Επίσης είναι αναγκαία η κοινωνικοποίηση του ήδη από τις πρώτες εβδομάδες της ζωής του.
Εν κατακλείδι το Ντόγκο Αρτζεντίνο είναι υπέροχος σκύλος για λίγους κι έτσι πρέπει να παραμείνει. Έχει πολλές αρετές που μπορεί να τις ξεδιπλώσει μόνο στα κατάλληλα χέρια, διότι διαφορετικά η έντονη προσωπικότητά του εύκολα θα καλύψει αυτήν ενός ακατάλληλου ιδιοκτήτη.