Μαύρο και χρυσό
Μαύρο απ έξω χρυσό από μέσα η και άσπρο, αν και το χρυσό ταιριάζει περισσότερο.
Δεν είναι χρώμα και ούτε γουστάρουμε να γίνουμε χρώμα γιατί είμαστε μαύροι. Όσο και να προσπαθήσεις δεν θα καταφέρεις ποτέ να βγάλεις χρώμα στο τέλος.
Άντε κανένα ξενέρωτο γκρι, άτονο και άοσμο, ανονείρευτο και ανίκανο να διεγείρει αισθήσεις.
Το μαύρο είναι κυριλε, πολύ, είναι κοσμικό, πολυτελές, στενάχωρο και πένθιμο, σοβαρό, επικίνδυνο, κρυφό, όμορφο, μπερδεμένο, επιτέλους μη εξωτικό, επιβάλλεται ακόμα και στο κόκκινο που δεν το αφήνει να φανεί.
Έχει κάτι μυστηριακό πάνω του και το καλύτερο απ όλα είναι ότι δεν είναι χρώμα.
Φορώ μόνο μαύρα χρόνια τώρα. Σαν χήρα. Έχω σκούρα μαλλιά μακριά, έχω μαύρη μηχανή, μαύρα τύμπανα, μαύρα laptop, μαύρα desktop, μαύρα κινητά, μαύρα interface σε προγράμματα και γενικά είμαι φαν του μαύρου.
Καμιά φορά μου αρέσουν τα σκούρα μπλε, τα πολύ σκούρα μωβ, και τα πολύ σκούρα σοκολατί γιατί μου θυμίζουν μαύρο.
Το «μαύρο» δεν μ αρέσει.
Ακόμα και τα χαρτάκια στα τσιγάρα μου μαύρα τα λένε. Έτυχε ρε παιδάκι μου και μου άρεσε η γεύση. Δεν φταίω εγώ που είναι μαύρα. Με τραβά το χρώμα τελικά. Το μόνο άσπρο που έχω είναι τα φιλτράκια μου γιατί δεν υπάρχουν σε μαύρα.
Κάποιος να κάνει κάτι.
Βλέπουμε λοιπόν με την γυναίκα μου μια μέρα μαύρες τρίχες σε μια πολυθρόνα που έχουμε στο μπαλκόνι. Η πολυθρόνα είναι κουνιστή και άσπρη αλλά έχει μαύρο κάλυμμα, το όποιο είχε πάει για πλύσιμο στο πλυντήριο που δυστυχώς είναι άσπρο. ΧΑ!
Γιατί άραγε τις λένε λευκές συσκευές? Απορώ ποιος είχε τη φαεινή ιδέα.
Οι τρίχες ήταν μαύρες. Από γάτα. Μαύρη. Περίεργο , πως ανέβηκε η γατούλα στο μπαλκόνι και γιατί. Ούτε φαγητό υπήρχε ούτε νερό. Άσε και θα δούμε.
Την άλλη μέρα το πρωί πάλι τα ίδια. Κάθε μέρα τα ίδια.
Οκ! καραούλι στήνουμε και θα δούμε.
Στο καραούλι απαραίτητη προϋπόθεση είναι πάλι το μαύρο.
Ένα βράδυ λοιπόν του χειμώνα που μας πέρασε κι ενώ βλέπουμε με την Μαρία στην μαύρη τηλεόραση μια μαύρη δραματική όσο και απόλυτα καλλιτεχνική ταινία για την ζωή της εντιθ πιαφ, με την άκρη του ματιού μου αντιλαμβάνομαι μια κίνηση στο μπαλκόνι. Ήταν η μαύρη γατούλα.
Λεπτοκαμωμένη και ύποπτη ανέβηκε στην πολυθρόνα για να κοιμηθεί.
Η γάτα, ως γάτα που είναι, ανέβηκε από μια ελιά που υπάρχει στο δρόμο μας που εντελώς τυχαία κάνει κι αυτή μαυρολιές που λένε.
Πραγματικά δεν φταίω εγώ, άλλος την φύτεψε πολλά χρόνια πριν.
Την αφήσαμε στην ησυχία της. Κοιμήσου.
Την άλλη μέρα βάλαμε και λίγη τροφή και νεράκι για να πιει αλλά η κυρία ήθελε μόνο ύπνο, χωρίς πρωινό. Ποτέ δεν έφαγε τίποτα.
Την έβλεπα την ημέρα να τρώει από τα σκουπίδια και το βράδυ ανέβαινε από την ελίτσα στο μπαλκόνι και κοιμόταν. Ποτέ δεν έμπαινε μέσα στο σπίτι αν και προσπαθήσαμε. Μόνο ύπνο για ασφάλεια.
Αυτό συνεχίστηκε για πολύ καιρό ακόμα ώσπου ένα βράδυ δεν ήρθε ξανά. Απλά άλλαξε δωμάτιο, γιατί την έβλεπα ξανά στον κάδο να τρώει ότι έβρισκε.
Πριν από δυο μήνες περίπου κι ενώ είμαι στη σχολή που διδάσκω τύμπανα, στα Εξάρχεια, στο διάλειμμα μεταξύ δυο μαθημάτων βλέπω ένα πουλί, μαύρο, στο μέγεθος περιστεριού να προσπαθεί να πετάξει και να μην τα καταφέρνει.
Μπλεκόταν στους τροχούς από τις παρκαρισμένες μοτοσυκλέτες και βρισκόταν σε πανικό. Γύρω διάφορες γάτες να κινούνται ευτυχώς χωρίς να έχουν πάρει χαμπάρι τη λιχουδιά. Νόμιζα πως ήταν κότσυφας και λέω οκ! θα το πιάσω και θα δω τι θα κάνω.
Πράγμα πολύ δύσκολο γιατί το πουλί απλά δεν μπορούσε να πετάξει όχι όμως και να περπατήσει. Να τρέχω σκυφτός σαν τρελός από πίσω του, ο κόσμος κα κοιτάζει, να γελάει και να μη βοηθά, να μπαίνει κάτω από παρκαρισμένα αυτοκίνητα και να με κοροϊδεύει κανονικά.
Τελικά λέω του Βασίλη που είναι μαθητής μου από την Κρήτη,
καταλαβαίνετε μαυροπουκαμισάδες με μαύρα σαρίκια και τέτοια, να βοηθήσει και τελικά το μαύρο πουλί μπαίνει πανικόβλητο σε ένα βιβλιοπωλείο και το στρίμωξα σε μια γωνία και το άρπαξα.
Έχει ειδοποιηθεί η Μαρία και αγοράζει κλουβάκι για να δούμε τι θα γίνει με το μαυροπούλι που δεν μπορούσε να πετάξει. Το πάω λοιπόν στο σπίτι σ ένα χαρτόκουτο από πετάλια για τα τύμπανα σε απόλυτο σκοτάδι για να μη φοβάται.
Όσο είχε φως φοβόταν, όσο σκοτάδι τόσο ασφάλεια. Μαύρο σκοτάδι, η ασφάλεια του μαύρου κότσυφα.
Αφού με γρατζούνισε με τις νυχάρες του και παραλίγο να με δαγκώσει κιόλας μπαίνει στο κλουβί και μαθαίνουμε από ένα κυνηγό ότι είναι καρακάξα τελικά και ότι οι κυνηγοί τα έχουν επικηρυγμένα γιατί δεν έχουν τροφή και τρώνε τα θηράματα τους.
Πέτα το ήταν η προτροπή δεν τρώγεται. Απαξιώ να απαντήσω σε όλους τους κυνηγούς.
Μετά από ψάξιμο στο ιντερνέτ και σε συνεννόηση με το ΕΚΠΑΖ που περιθάλπει άγρια ζώα στην Αίγινα η πανέξυπνη μιμητική και αγαπημένη ελληνική κίσσα, που στην καθομιλούμενη την λέμε πολύ διακριτικά καρακάξα και δεν τρώγεται και είναι κι επικηρυγμένη, επειδή δεν έχει τι να φάει και επειδή η φύση είναι ανώμαλη, απέκτησε όνομα Α120 και ταξίδεψε για την Αίγινα και μετά από τρεις εβδομάδες θα πετούσε ξανά ελεύθερη.
Ήταν μικρή πάνω στο πέταγμα της κι έπεσε από δέντρο στην προσπάθεια της μαύρης μάνας της να τη μάθει να πετάει.
Στα Εξάρχεια πια στην γειτονιά είμαι ο τύπος που έσωσε την μαύρη καρακάξα.
Επίσης άκουσα από κουρέα της γειτονιάς το ¨γεια σου φίλε με την καρακάξα σου¨.
Τέλεια.
Την Κίρκη τη ξέρεται οι περισσότεροι από δω. Έχω γράψει γι αυτή.
Είναι μαύρη.
Είναι κούκλα.
Είναι μαύρη, είναι χρυσή.
Η μαυρόγατα είναι μαύρη κι έρχεται καμιά φορά και είναι χρυσή. Και η Κίρκη δεν την πειράζει.
Η μαύρη καρακάξα μου, γιατί είναι δικιά μου, είναι μαύρη και είναι χρυσή.
Μόνο τύχη έχω. Όλα μου φαίνεται ότι πάνε καλύτερα.
Χρυσά.
Τυχαίο?
Ίσως.
Η Κίρκη μας είναι μαύρη και είναι χρυσή.
Μαύρο απ έξω χρυσό από μέσα η και άσπρο, αν και το χρυσό ταιριάζει περισσότερο.
Δεν είναι χρώμα και ούτε γουστάρουμε να γίνουμε χρώμα γιατί είμαστε μαύροι. Όσο και να προσπαθήσεις δεν θα καταφέρεις ποτέ να βγάλεις χρώμα στο τέλος.
Άντε κανένα ξενέρωτο γκρι, άτονο και άοσμο, ανονείρευτο και ανίκανο να διεγείρει αισθήσεις.
Το μαύρο είναι κυριλε, πολύ, είναι κοσμικό, πολυτελές, στενάχωρο και πένθιμο, σοβαρό, επικίνδυνο, κρυφό, όμορφο, μπερδεμένο, επιτέλους μη εξωτικό, επιβάλλεται ακόμα και στο κόκκινο που δεν το αφήνει να φανεί.
Έχει κάτι μυστηριακό πάνω του και το καλύτερο απ όλα είναι ότι δεν είναι χρώμα.
Φορώ μόνο μαύρα χρόνια τώρα. Σαν χήρα. Έχω σκούρα μαλλιά μακριά, έχω μαύρη μηχανή, μαύρα τύμπανα, μαύρα laptop, μαύρα desktop, μαύρα κινητά, μαύρα interface σε προγράμματα και γενικά είμαι φαν του μαύρου.
Καμιά φορά μου αρέσουν τα σκούρα μπλε, τα πολύ σκούρα μωβ, και τα πολύ σκούρα σοκολατί γιατί μου θυμίζουν μαύρο.
Το «μαύρο» δεν μ αρέσει.
Ακόμα και τα χαρτάκια στα τσιγάρα μου μαύρα τα λένε. Έτυχε ρε παιδάκι μου και μου άρεσε η γεύση. Δεν φταίω εγώ που είναι μαύρα. Με τραβά το χρώμα τελικά. Το μόνο άσπρο που έχω είναι τα φιλτράκια μου γιατί δεν υπάρχουν σε μαύρα.
Κάποιος να κάνει κάτι.
Βλέπουμε λοιπόν με την γυναίκα μου μια μέρα μαύρες τρίχες σε μια πολυθρόνα που έχουμε στο μπαλκόνι. Η πολυθρόνα είναι κουνιστή και άσπρη αλλά έχει μαύρο κάλυμμα, το όποιο είχε πάει για πλύσιμο στο πλυντήριο που δυστυχώς είναι άσπρο. ΧΑ!
Γιατί άραγε τις λένε λευκές συσκευές? Απορώ ποιος είχε τη φαεινή ιδέα.
Οι τρίχες ήταν μαύρες. Από γάτα. Μαύρη. Περίεργο , πως ανέβηκε η γατούλα στο μπαλκόνι και γιατί. Ούτε φαγητό υπήρχε ούτε νερό. Άσε και θα δούμε.
Την άλλη μέρα το πρωί πάλι τα ίδια. Κάθε μέρα τα ίδια.
Οκ! καραούλι στήνουμε και θα δούμε.
Στο καραούλι απαραίτητη προϋπόθεση είναι πάλι το μαύρο.
Ένα βράδυ λοιπόν του χειμώνα που μας πέρασε κι ενώ βλέπουμε με την Μαρία στην μαύρη τηλεόραση μια μαύρη δραματική όσο και απόλυτα καλλιτεχνική ταινία για την ζωή της εντιθ πιαφ, με την άκρη του ματιού μου αντιλαμβάνομαι μια κίνηση στο μπαλκόνι. Ήταν η μαύρη γατούλα.
Λεπτοκαμωμένη και ύποπτη ανέβηκε στην πολυθρόνα για να κοιμηθεί.
Η γάτα, ως γάτα που είναι, ανέβηκε από μια ελιά που υπάρχει στο δρόμο μας που εντελώς τυχαία κάνει κι αυτή μαυρολιές που λένε.
Πραγματικά δεν φταίω εγώ, άλλος την φύτεψε πολλά χρόνια πριν.
Την αφήσαμε στην ησυχία της. Κοιμήσου.
Την άλλη μέρα βάλαμε και λίγη τροφή και νεράκι για να πιει αλλά η κυρία ήθελε μόνο ύπνο, χωρίς πρωινό. Ποτέ δεν έφαγε τίποτα.
Την έβλεπα την ημέρα να τρώει από τα σκουπίδια και το βράδυ ανέβαινε από την ελίτσα στο μπαλκόνι και κοιμόταν. Ποτέ δεν έμπαινε μέσα στο σπίτι αν και προσπαθήσαμε. Μόνο ύπνο για ασφάλεια.
Αυτό συνεχίστηκε για πολύ καιρό ακόμα ώσπου ένα βράδυ δεν ήρθε ξανά. Απλά άλλαξε δωμάτιο, γιατί την έβλεπα ξανά στον κάδο να τρώει ότι έβρισκε.
Πριν από δυο μήνες περίπου κι ενώ είμαι στη σχολή που διδάσκω τύμπανα, στα Εξάρχεια, στο διάλειμμα μεταξύ δυο μαθημάτων βλέπω ένα πουλί, μαύρο, στο μέγεθος περιστεριού να προσπαθεί να πετάξει και να μην τα καταφέρνει.
Μπλεκόταν στους τροχούς από τις παρκαρισμένες μοτοσυκλέτες και βρισκόταν σε πανικό. Γύρω διάφορες γάτες να κινούνται ευτυχώς χωρίς να έχουν πάρει χαμπάρι τη λιχουδιά. Νόμιζα πως ήταν κότσυφας και λέω οκ! θα το πιάσω και θα δω τι θα κάνω.
Πράγμα πολύ δύσκολο γιατί το πουλί απλά δεν μπορούσε να πετάξει όχι όμως και να περπατήσει. Να τρέχω σκυφτός σαν τρελός από πίσω του, ο κόσμος κα κοιτάζει, να γελάει και να μη βοηθά, να μπαίνει κάτω από παρκαρισμένα αυτοκίνητα και να με κοροϊδεύει κανονικά.
Τελικά λέω του Βασίλη που είναι μαθητής μου από την Κρήτη,
καταλαβαίνετε μαυροπουκαμισάδες με μαύρα σαρίκια και τέτοια, να βοηθήσει και τελικά το μαύρο πουλί μπαίνει πανικόβλητο σε ένα βιβλιοπωλείο και το στρίμωξα σε μια γωνία και το άρπαξα.
Έχει ειδοποιηθεί η Μαρία και αγοράζει κλουβάκι για να δούμε τι θα γίνει με το μαυροπούλι που δεν μπορούσε να πετάξει. Το πάω λοιπόν στο σπίτι σ ένα χαρτόκουτο από πετάλια για τα τύμπανα σε απόλυτο σκοτάδι για να μη φοβάται.
Όσο είχε φως φοβόταν, όσο σκοτάδι τόσο ασφάλεια. Μαύρο σκοτάδι, η ασφάλεια του μαύρου κότσυφα.
Αφού με γρατζούνισε με τις νυχάρες του και παραλίγο να με δαγκώσει κιόλας μπαίνει στο κλουβί και μαθαίνουμε από ένα κυνηγό ότι είναι καρακάξα τελικά και ότι οι κυνηγοί τα έχουν επικηρυγμένα γιατί δεν έχουν τροφή και τρώνε τα θηράματα τους.
Πέτα το ήταν η προτροπή δεν τρώγεται. Απαξιώ να απαντήσω σε όλους τους κυνηγούς.
Μετά από ψάξιμο στο ιντερνέτ και σε συνεννόηση με το ΕΚΠΑΖ που περιθάλπει άγρια ζώα στην Αίγινα η πανέξυπνη μιμητική και αγαπημένη ελληνική κίσσα, που στην καθομιλούμενη την λέμε πολύ διακριτικά καρακάξα και δεν τρώγεται και είναι κι επικηρυγμένη, επειδή δεν έχει τι να φάει και επειδή η φύση είναι ανώμαλη, απέκτησε όνομα Α120 και ταξίδεψε για την Αίγινα και μετά από τρεις εβδομάδες θα πετούσε ξανά ελεύθερη.
Ήταν μικρή πάνω στο πέταγμα της κι έπεσε από δέντρο στην προσπάθεια της μαύρης μάνας της να τη μάθει να πετάει.
Στα Εξάρχεια πια στην γειτονιά είμαι ο τύπος που έσωσε την μαύρη καρακάξα.
Επίσης άκουσα από κουρέα της γειτονιάς το ¨γεια σου φίλε με την καρακάξα σου¨.
Τέλεια.
Την Κίρκη τη ξέρεται οι περισσότεροι από δω. Έχω γράψει γι αυτή.
Είναι μαύρη.
Είναι κούκλα.
Είναι μαύρη, είναι χρυσή.
Η μαυρόγατα είναι μαύρη κι έρχεται καμιά φορά και είναι χρυσή. Και η Κίρκη δεν την πειράζει.
Η μαύρη καρακάξα μου, γιατί είναι δικιά μου, είναι μαύρη και είναι χρυσή.
Μόνο τύχη έχω. Όλα μου φαίνεται ότι πάνε καλύτερα.
Χρυσά.
Τυχαίο?
Ίσως.
Η Κίρκη μας είναι μαύρη και είναι χρυσή.