Αιτιολογία, επιζωοτιολογία/επιδημιολογία: Είναι χρόνιο νόσημα σε σκύλο, λύκο, αλεπού, τσακάλι, γάτα, τρωκτικά, ερπετά, νυχτερίδα κ.ά. και άνθρωπο στις μεσογειακές χώρες, Ιράκ, Ιράν, Ρωσία, Κίνα, Σενεγάλη, Σουδάν κ.α., που οφείλεται στη Leishmania infantum (λεϊσμανίωση, μεσογειακή μορφή). Επίσης, στις Ινδίες (ινδική μορφή) και σε χώρες της Αφρικής (αφρικανική μορφή), είναι χρόνιο νόσημα τον ανθρώπού και οφείλεται στη Leishmania donovani (λεϊσμανίωση, kala-azar, πυρετός dυm-dum).
Το παράσιτο εμφανίζεται με προμαστιγωτή μορφή στο έντερο της θηλυκής σκνίπας (μεταδότης) και με αμαστίγωτή μορφή σε κύτταρα τον αίματος, του δέρματος και των σπλάχνων ζώων και ανθρώπου (ξενιστής). Η θηλυκή σκνίπα προσλαμβάνει την αμαστίγωτή μορφή του παρασίτου, που βρίσκεται μέσα σε μονοκύτταρα/μακροφάγα, εξελίσσεται σε προμαστιγωτή μορφή και πολλαπλασιάζεται με απλή διαίρεση, συνήθως για 8-10 ημέρες. Τις τελευταίες 2-3 ημέρες της εξέλιξής της, η προμαστιγωτή μορφή προσεγγίζει τα επιθηλιακά κύτταρα τον μεσεντέρου (στομάχι) της σκνίπας και επικαλύπτεται με λιποφωσφογλυκάνες και γλυκοπρωτεϊνες, που παράγονται από τη σκνίπα.
Οι προμαστιγωτές μορφές του παρασίτου ενοφθαλμίζονται στο δέρμα του ξενιστή, κατά την απομύζηση αίματος και σε περίπου 1/2 ώρα, μετατρέπονται στην αμαστίγωτή μορφή, που φαγοκυτταρώνεται, σε 3-4 ώρες, από ουδετερόφιλα και ελάχιστα μακροφάγα. Τα μολυσμένα κύτταρα εισέρχονται στην κυκλοφορία τον αίματος (περίπου σε 24 ώρες), τα παράσιτα πολλαπλασιάζονται με απλή διαίρεση (περίπου 200 παράσιτα/κύτταρο σε 12-24 ώρες) και μετά την καταστροφή του κυττάρου, προσλαμβάνονται από μονοκύτταρα/μακροφάγα, και πολλαπλασιάζονται, όπως προηγουμένως. Τα παράσιτα εξουδετερώνουν τα λυτικά ένζυμα των μονοκύτταρων/μακροφάγων, με τις λιποφωσφογλυκάνες της προμαστιγωτής μορφής, την όξινη φωσφατάση, που παράγεται στην επιφάνεια της προμαστιγωτής και της αμαστίγωτής μορφής και το ουδέτερο pΗ του κυτταροπλάσματος της αμαστιγωτής μορφής, που ρυθμίζεται με την παραγωγή πρωτονίων από το παράσιτο. Στα ουδετερόφιλα κύτταρα τα παράσιτα καταστρέφονται.
Μεταδότης τον παρασίτου στις μεσογειακές χώρες, είναι οι σκνίπες Phlebotomus spp., που επιτίθενται στο θύμα τους μετά τη δύση του ήλιου, όταν αυτό είναι ακίνητο ή κοιμάται (τις συννεφιασμένες ημέρες ή μέσα σε σκοτεινές σπηλιές, οι σκνίπες είναι δραστήριες ολόκληρο το 24ωρο). Οι θηλυκές σκνίπες απομυζούν αίμα (απαραίτητο για την ωρίμανση των αυγών), κάθε 3-5 ημέρες, συζεύγνυνται τις πρώτες 24-48 ώρες και αρχίζουν την παραγωγή αυγών τουλάχιστον 6 ημέρες μετά την ενηλικίωσή τους. Ζουν 14-45 ημέρες, σε σκοτεινά, υγρά μέρη, σε στάβλους, υπόγεια, σωρούς χόρτων, φωλιές ζώων, πέτρινους τοίχους, ρωγμές εδάφους, κοιλώματα κορμών δένδρων, θάμνους με πυκνό φύλλωμα, δένδρα με κολλώδες έκκριμα (αμυγδαλιές, ροδακινιές κ.ά.) κ.ά. και διατρέφονται με υδατάνθρακες (μέλι, χυμούς φυτών, χυμό από ώριμα ροδάκινα, βερίκοκα κ.ά, εκκρίματα αφίδων κ.ά.). Η απομύζηση του αίματος διαρκεί 0,5-1 λεπτό της ώρας και γίνεται στα ζώα μεταξύ των βλεφαρίδων, γύρω από τα μάτια, στο ακρορρίνιο, την άτριχη περιφέρεια των πτερυγίων και από τα ακάλυπτα μέρη του σώματος στον άνθρωπο. Οι σκνίπες, που μολύνονται με L. Infantum (~200 παράσιτα/ απομύζηση αίματος), γεννούν μικρότερο αριθμό αυγών. Η περίοδος των σκνιπών στην Ελλάδα είναι από το Μάιο έως το Νοέμβριο.
Ο μολυσμένος ξενιστής (σκύλος, αλεπού, τσακάλι, τρωκτικά κ.ά., άνθρωπος) είναι αποθήκη/φορέας της L. infantum στη φύση. Η μόλυνση του ξενιστή γίνεται από μολυσμένες σκνίπες, οι οποίες προσέλαβαν το παράσιτο πριν 8-10 ημέρες κατά την απομύζηση αίματος. Σε σπάνιες περιπτώσεις είναι δυνατόν να συμβεί ενδομητρική μόλυνση, ενώ σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις, τα παράσιτα μεταφέρονται στα τραύματα των ζώων ή των ανοσοκατεσταλμένων ατόμων, με το σάλιο μολυσμένων ζώων, καθώς και κατά τη μετάγγιση αίματος από μολυσμένους αιμοδότες. Συνήθως, όμως η είσοδος του παρασίτου σε υγιές άτομο, μετά ατύχημα ή κατά την επέμβαση σε μολυσμένο ζώο, ακολουθείται από την καταστροφή του παρασίτου.
Στο σκύλο, ο πολλαπλασιασμός της L. infantum γίνεται, εκτός των άλλων και στα μακροφάγα του δέρματος, με αποτέλεσμα τα παράσιτα να προσλαμβάνονται ευκολότερα από τις κυνόφιλες σκνίπες, ενώ στον άνθρωπο το παράσιτο πολλαπλασιάζεται κυρίως στα μονοκύτταρα/μακροφάγα των οργάνων (σπλήνα, ήπαρ, μυελός των οστών κ.ά.) και η μόλυνση των ανθρωπόφιλων σκνιπών γίνεται συνήθως με το μικρό αριθμό παρασίτων, που βρίσκονται στα μονοκύτταρα.
Μεγάλη σημασία στη διασπορά τον νοσήματος σε μία γεωγραφική περιοχή έχουν οι βιολογικές συνήθειες του μεταδότη στην περιοχή. Από τα τουλάχιστον 700 είδη σκνιπών σε ολόκληρο τον κόσμο, μόνο τα 30 είδη είναι μεταδότες των Leishmanίa spp.
Στις μεσογειακές χώρες απαντώνται 21 είδη (18 Phlebotomus spp. και 3 Sergentomyia spp.), από τα οποία τα 8 είδη είναι μεταδότες Leishmania spp.
Το παράσιτο εμφανίζεται με προμαστιγωτή μορφή στο έντερο της θηλυκής σκνίπας (μεταδότης) και με αμαστίγωτή μορφή σε κύτταρα τον αίματος, του δέρματος και των σπλάχνων ζώων και ανθρώπου (ξενιστής). Η θηλυκή σκνίπα προσλαμβάνει την αμαστίγωτή μορφή του παρασίτου, που βρίσκεται μέσα σε μονοκύτταρα/μακροφάγα, εξελίσσεται σε προμαστιγωτή μορφή και πολλαπλασιάζεται με απλή διαίρεση, συνήθως για 8-10 ημέρες. Τις τελευταίες 2-3 ημέρες της εξέλιξής της, η προμαστιγωτή μορφή προσεγγίζει τα επιθηλιακά κύτταρα τον μεσεντέρου (στομάχι) της σκνίπας και επικαλύπτεται με λιποφωσφογλυκάνες και γλυκοπρωτεϊνες, που παράγονται από τη σκνίπα.
Οι προμαστιγωτές μορφές του παρασίτου ενοφθαλμίζονται στο δέρμα του ξενιστή, κατά την απομύζηση αίματος και σε περίπου 1/2 ώρα, μετατρέπονται στην αμαστίγωτή μορφή, που φαγοκυτταρώνεται, σε 3-4 ώρες, από ουδετερόφιλα και ελάχιστα μακροφάγα. Τα μολυσμένα κύτταρα εισέρχονται στην κυκλοφορία τον αίματος (περίπου σε 24 ώρες), τα παράσιτα πολλαπλασιάζονται με απλή διαίρεση (περίπου 200 παράσιτα/κύτταρο σε 12-24 ώρες) και μετά την καταστροφή του κυττάρου, προσλαμβάνονται από μονοκύτταρα/μακροφάγα, και πολλαπλασιάζονται, όπως προηγουμένως. Τα παράσιτα εξουδετερώνουν τα λυτικά ένζυμα των μονοκύτταρων/μακροφάγων, με τις λιποφωσφογλυκάνες της προμαστιγωτής μορφής, την όξινη φωσφατάση, που παράγεται στην επιφάνεια της προμαστιγωτής και της αμαστίγωτής μορφής και το ουδέτερο pΗ του κυτταροπλάσματος της αμαστιγωτής μορφής, που ρυθμίζεται με την παραγωγή πρωτονίων από το παράσιτο. Στα ουδετερόφιλα κύτταρα τα παράσιτα καταστρέφονται.
Μεταδότης τον παρασίτου στις μεσογειακές χώρες, είναι οι σκνίπες Phlebotomus spp., που επιτίθενται στο θύμα τους μετά τη δύση του ήλιου, όταν αυτό είναι ακίνητο ή κοιμάται (τις συννεφιασμένες ημέρες ή μέσα σε σκοτεινές σπηλιές, οι σκνίπες είναι δραστήριες ολόκληρο το 24ωρο). Οι θηλυκές σκνίπες απομυζούν αίμα (απαραίτητο για την ωρίμανση των αυγών), κάθε 3-5 ημέρες, συζεύγνυνται τις πρώτες 24-48 ώρες και αρχίζουν την παραγωγή αυγών τουλάχιστον 6 ημέρες μετά την ενηλικίωσή τους. Ζουν 14-45 ημέρες, σε σκοτεινά, υγρά μέρη, σε στάβλους, υπόγεια, σωρούς χόρτων, φωλιές ζώων, πέτρινους τοίχους, ρωγμές εδάφους, κοιλώματα κορμών δένδρων, θάμνους με πυκνό φύλλωμα, δένδρα με κολλώδες έκκριμα (αμυγδαλιές, ροδακινιές κ.ά.) κ.ά. και διατρέφονται με υδατάνθρακες (μέλι, χυμούς φυτών, χυμό από ώριμα ροδάκινα, βερίκοκα κ.ά, εκκρίματα αφίδων κ.ά.). Η απομύζηση του αίματος διαρκεί 0,5-1 λεπτό της ώρας και γίνεται στα ζώα μεταξύ των βλεφαρίδων, γύρω από τα μάτια, στο ακρορρίνιο, την άτριχη περιφέρεια των πτερυγίων και από τα ακάλυπτα μέρη του σώματος στον άνθρωπο. Οι σκνίπες, που μολύνονται με L. Infantum (~200 παράσιτα/ απομύζηση αίματος), γεννούν μικρότερο αριθμό αυγών. Η περίοδος των σκνιπών στην Ελλάδα είναι από το Μάιο έως το Νοέμβριο.
Ο μολυσμένος ξενιστής (σκύλος, αλεπού, τσακάλι, τρωκτικά κ.ά., άνθρωπος) είναι αποθήκη/φορέας της L. infantum στη φύση. Η μόλυνση του ξενιστή γίνεται από μολυσμένες σκνίπες, οι οποίες προσέλαβαν το παράσιτο πριν 8-10 ημέρες κατά την απομύζηση αίματος. Σε σπάνιες περιπτώσεις είναι δυνατόν να συμβεί ενδομητρική μόλυνση, ενώ σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις, τα παράσιτα μεταφέρονται στα τραύματα των ζώων ή των ανοσοκατεσταλμένων ατόμων, με το σάλιο μολυσμένων ζώων, καθώς και κατά τη μετάγγιση αίματος από μολυσμένους αιμοδότες. Συνήθως, όμως η είσοδος του παρασίτου σε υγιές άτομο, μετά ατύχημα ή κατά την επέμβαση σε μολυσμένο ζώο, ακολουθείται από την καταστροφή του παρασίτου.
Στο σκύλο, ο πολλαπλασιασμός της L. infantum γίνεται, εκτός των άλλων και στα μακροφάγα του δέρματος, με αποτέλεσμα τα παράσιτα να προσλαμβάνονται ευκολότερα από τις κυνόφιλες σκνίπες, ενώ στον άνθρωπο το παράσιτο πολλαπλασιάζεται κυρίως στα μονοκύτταρα/μακροφάγα των οργάνων (σπλήνα, ήπαρ, μυελός των οστών κ.ά.) και η μόλυνση των ανθρωπόφιλων σκνιπών γίνεται συνήθως με το μικρό αριθμό παρασίτων, που βρίσκονται στα μονοκύτταρα.
Μεγάλη σημασία στη διασπορά τον νοσήματος σε μία γεωγραφική περιοχή έχουν οι βιολογικές συνήθειες του μεταδότη στην περιοχή. Από τα τουλάχιστον 700 είδη σκνιπών σε ολόκληρο τον κόσμο, μόνο τα 30 είδη είναι μεταδότες των Leishmanίa spp.
Στις μεσογειακές χώρες απαντώνται 21 είδη (18 Phlebotomus spp. και 3 Sergentomyia spp.), από τα οποία τα 8 είδη είναι μεταδότες Leishmania spp.