Η τραγική ιστορία του μεγάλου κυνηγού Ακταίωυα είχε εμπνεύσει τους ποιητές Φρύνινο, Ισφώντα και Κλεοφώντα, που έγραψαν τραγωδίες με τίτλο «Ακταίων».
Είναι πολύ πιθανό να είχαν υποθέσει το μύθο του παλικαριού αυτού και οι «Τοξοτίδες» του Αισχύλου. Ακόμη η τιμωρία του από την Αρτεμη είχε εμπνεύσει πολλούς Ελληνες και Ρωμαίους καλλιτέχνες.
Ο Ακταίων ήταν γιος της κόρης του Κάδμου, Αυτονόης και του Αρισταίου. Τον ανάθρεφε στη σπηλιά του ο Κένταυρος Χείρων, που τον δίδαξε την τέχνη του κυνηγού.
Ο Ακταίων είχε 50 λαγωνικά που αγαπούσε πολύ. Τους είχε δώσει και ονόματα:
Χάρων, Άρπνια, Παμφάγος, Τίγρης, Νεβροφόνος, Κόραξ κλπ.
Έγινε τόσο σπουδαίος κυνηγός, που συντρόφευε την ίδια την Άρτεμη, τη θεά του κυνηγιού, στις εξορμήσεις της.
Κάποια μέρα ο Ακταίων πήρε τα σκυλιά του σε μια πηγή του Κιθαιρώνα για να τα ποτίσει. Για κακή του τύχη εκεί λουζόταν η θεά και άθελά του ο νέος την είδε γυμνή.
Η θεά εξοργίστηκε και τον μεταμόρφωσε σε ελάφι. Αγρίεψε και τα σκυλιά του, που όρμησαν πάνω του και τον κατασπάραξαν. Όταν τα πιστά ζώα συνήλθαν, άρχισαν να αναζητούν τον αφέντη τους, ώσπου έφτασαν στη σπηλιά του Χείρωνα.
Εκείνος, βλέποντας τον πόνο τους, έφτιαξε ένα ομοίωμα του Ακταίωνα για να τον βλέπουν τα σκυλιά και να παρηγοριούνται.
Ο Ακταίων έγινε φάντασμα και τρομοκρατούσε τους κατοίκους της χώρας των Ορχομενίων. Μετά από συμβουλή του Μαντείου των Δελφών, οι Ορχομένιοι βρήκαν τα κόκαλα του παλικαριού και τα έθαψαν. Έφτιαξαν και μια εικόνα από χαλκό που έμοιαζε με το φάντασμα και την κάρφωσαν σ’ ένα βράχο μ’ένα σιδερένιο καρφί.
Υπάρχουν πληροφορίες ότι μέχρι τουλάχιστον το 2ο αιώνα μ.Χ., οι Ορχομένιοι, καθώς και κάτοικοι άλλων περιοχών πρόσφεραν ηρωικές τιμές στον Ακταίωνα.