Είναι κάποια πράγματα που λες ότι δεν μπορεί να συμβούν, ότι δεν πρόκειται να τα συναντήσεις ή έστω, ότι είναι ελάχιστα πιθανά.
Μια από αυτές, τις λίγες φορές που συμβαίνει το αναπάντεχο ήταν και η σημερινή.Να περπατάω στο κέντρο της Αθήνας και να ακούσω κάποιον να φωνάζει “Γκεσούλη έλα εδώ γρήγορα!”…
Με μιας γύρισα να κοιτάξω, αλλά όσο γρήγορη και αν ήταν η κίνηση μου, τόσο μου φάνηκε ότι διήρκεσε χρόνια, όσα και τα χρόνια που πέρασαν όταν για πρώτη φορά διάβασα για τον αφοσιωμένο Γκεσούλη, σε ένα διήγημα του Χρήστου Χριστοβασίλη (1860-1937).
Θα σας μεταφέρω όσα θυμάμαι (μια που όσο και να έψαξα δεν βρήκα το βιβλίο).
Η αληθινή αυτή ιστορία αρχίζει με την περιγραφή μιας “σκληρής” συνήθειας που επικρατούσε εκείνη την εποχή (αλλά κρατά ακόμα και σήμερα σε κάποιες περιοχές). Όταν μια σκύλα γεννούσε, ο τσοπάνης ή ο ιδιοκτήτης της κρατούσε 1-2 σκυλιά που θα του ήταν χρήσιμα. Τα άλλα τα πετούσε σε ένα γκρεμό έξω από το χωριό.
Εκεί έριξε και τον Γκεσούλη, μαζί με τα 4-5 αδελφάκια του, ο ιδιοκτήτης του.
Όμως, αν και με κλειστά μάτια, το κουταβάκι επέζησε και περιπλανιόταν κλαψουρίζοντας για 1-2 μερόνυχτα. Ένας κυνηγός, ο Λέντζος, το βρήκε, το λυπήθηκε και το πήρε.
Μετά από λίγο καιρό το κουταβάκι είχε εξελιχθεί σε ένα όμορφο σκύλο και τέλειο φύλακα του σπιτιού.
Στο σπίτι όλους τους αγαπούσε και όλους τους προστάτευε το Γκεσουλάκι, από γυναίκα και παιδιά, μέχρι και τα ζώα του σπιτιού, όμως πιο πάνω από όλους έβαζε τον κυνηγό. Με το που έμπαινε στο σπίτι χοροπηδούσε ως τον ουρανό το Γκεσουλάκι.
Μετά από καιρό και αφού το Γκεσουλάκι ήταν πλέον ο φοβερός και τρομερός Γκεσούλης, το αφεντικό του αποφάσισε να ξενιτευτεί στην Αθήνα και μη μπορώντας να κάνει αλλιώς (αφού τον ακολούθησε κρυφά) πήρε και τον Γκεσούλη μαζί.
Μετά από μερικά χρόνια πήραν το δρόμο της επιστροφής.Μαζί τους επέστρεφε και ένας συχωριανός, ο Φετάνης που ήξερε πως ο Λέντζος είχε μαζί του αρκετά λεφτά, από σκληρή δουλειά χρόνων στην Αθήνα.
Τρείς ώρες δρόμο από τα Γιάννινα και ενώ νύχτωνε, Ο Φετάνης μαχαίρωσε το Λέντζο.
Ο Γκεσούλης έτρεξε με το που άκουσε το αφεντικό του να φωνάζει και πριν προλάβει ο φονιάς να αρπάξει τα λεφτά, του αρπάζει το χέρι και γίνονται ένα κουβάρι. Πάλεψαν αρκετά και αφού είδε και απόειδε ο φονιάς, παράτησε τα λεφτά και έφυγε για να γλυτώσει από τα δόντια του Γκεσούλη.
Έχοντας διώξει το φονιά, ο Γκεσούλης σύρθηκε κοντά στο άψυχο σώμα του αφεντικού του και βάζοντας το κεφάλι ανάμεσα στα μπροστινά πόδια, άρχισε το λυπητερό “γουρλητό” μέχρι το ξημέρωμα.
Λίγες μέρες αργότερα εμφανίστηκε στο χωριό ο Φετάνης χωρίς να τον υποψιάζεται κανείς και πήγε να συλλυπηθεί τους συγγενείς του θύματος.
Εκεί που ανέβαινε τις σκάλες τόνε “λόγιασε” ο Γκεσούλης που καθότανε θλιμμένος σε μια άκρη, στην αυλή.Όρμηξε απάνω του και άρχισε μάχη. Τρέξανε όλοι να τον ξεκολλήσουν από πάνω του.
Ο Φετάνης για να αμυνθεί τράβηξε το φονικό μαχαίρι. Εκείνη την στιγμή, ένας από την οικογένεια για να γλυτώσει το σκυλί, αρπάζει το μαχαίρι που ακόμα είχε το αίμα του δολοφονημένου πάνω του (σύμφωνα με τις λαϊκές προλήψεις, το ανθρώπινο αίμα δεν καθαρίζετε ποτέ από το σίδερο).
Ο Φετάνης μιά από το φόβο του Γκεσούλη και μιά από άρπαγμα του μαχαιριού σάστισε και νόμισε πως κάποιος τον είχε προδώσει και φώναξε:
– Ήμαρτον! Ήμαρτον! Μη με σκοτώνετε! Συγχωράτε με! Εγώ τόκανα και ‘σεις μη το κάνετε!
Κάπως έτσι πιάστηκε ο φονιάς, ησύχασε και ο Γκεσούλης που 40 μέρες αργότερα πέθανε από την στεναχώρια του είπαν…
Αντίκρυσα, λοιπόν, γυρνώντας τον Γκεσούλη τον Αθηναίο, ημίαιμο που “τσοπανοέφερνε” και αν και θα ήθελα να ρωτήσω πως και αυτό το σπάνιο όνομα και αν γνώριζε την ιστορία του, λίγο η βιασύνη, λίγο η ντροπή με έκαναν να απομακρυνθώ με χαμόγελο…Για δες κάτι πράγματα, Γκεσούλης στην Αθήνα του 2010!
Δε ξέρω κατά πόσο ενδιαφέρει ή ταιριάζει το συμβάν με την θεματολογία, αλλά ήθελα να το μοιραστώ.