«Οι ερευνητές το απέδειξαν: Οι σκύλοι ευημερούν με δίαιτες πλούσιες σε υδατάνθρακες».
Τουλάχιστον αυτή είναι η «προπαγάνδα» που πιθανά να ακούσετε ή να διαβάσετε μετά από τη δημοσίευση της «συναρπαστικής» μελέτης στο «Nature» (επιστημονικό περιοδικό) στο τεύχος του Ιανουαρίου 2013. Η ακριβής σύνοψη της έκθεσης στην πραγματικότητα λέει:
«Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι νέες προσαρμογές επέτρεψαν στους πρόγονους των σύγχρονων σκύλων να ευδοκιμήσουν σε μια διατροφή πλούσια σε άμυλο, σε σχέση με τη σαρκοφάγο διατροφή των λύκων, αποτέλεσαν ένα κρίσιμο βήμα στην πρώιμη εξημέρωση των σκύλων.»
Η βασική παραδοχή της μελέτης είναι ότι για την «επιτυχή» διαδικασία ο λύκος να «μετατραπεί» σε σκύλο, έπρεπε να προσαρμοστεί στις σχετικά υψηλές σε περιεκτικότητα υδατανθράκων τροφές που αποτελούνταν τα αποφάγια των ανθρώπων. Η προσαρμογή αυτή απαιτούσε γενετικές αλλαγές που να επιτρέπουν την καλύτερη πέψη και αφομοίωση του αμύλου.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε από μια ομάδα γενετιστών από το Πανεπιστήμιο της Ουψάλα, της Σουηδίας, εξειδικευμένους στην εξελικτική γενετική. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτοί οι επιστήμονες γνωρίζουν την ειδικότητά τους. Η μελέτη είναι πολύ πλούσια σε περιεχόμενο και ακόμα πιο πλούσια σε τεχνικά θέματα και γενετική ορολογία, η οποία κάνει τα στοιχεία σχεδόν απρόσιτα για όποιον δεν κατέχει τουλάχιστον ένα διδακτορικό στην γενετική. Θέλει πολύ χρόνο και πολύ κόπο για να την διαβάσει, πόσο μάλλον να την κατανοήσει κάποιος.
Σε συζητήσεις στο διαδίκτυο, αλλά και με κτηνιάτρους κατ’ ιδίαν διαπίστωσα πως κανένας δεν είχε διαβάσει κάτι περισσότερο από την περίληψη αυτής της μελέτης. Βασικός λόγος είναι ότι αυτή αρκεί για να ενισχύσει τις ήδη υπάρχουσες και παγιωμένες αντιλήψεις.
Για να δούμε λοιπόν λίγο παραπάνω από την περίληψη…
Οι ερευνητές συνέκριναν το DNA από 12 λύκους από όλο τον κόσμο με εκείνο 60 σκύλων, 14 διαφορετικών φυλών. Βρήκαν γονίδια που ήταν διαφορετικά μεταξύ των δύο ομάδων και κατείχαν χαρακτηριστικά που υποδήλωναν προσαρμογή σε νέες συνθήκες. Μερικές από τις μεταλλάξεις ήταν σε γονίδια που εμπλέκονται με την ανάπτυξη του εγκεφάλου, το οποίο οι ερευνητές ερμήνευσαν πως αφορούν τις λιγότερο επιθετικές ιδιοσυγκρασίες των σκύλων σε σύγκριση με εκείνες των λύκων.
Αλλά το επίκεντρο της μελέτης ήταν στις γενετικές αλλαγές που εμπλέκονται με το πεπτικό σύστημα. Οι ερευνητές πρώτα δήλωσαν ότι η πέψη του αμύλου απαιτεί τρία βήματα.
1. Το πρώτο βήμα πως για την διάσπαση του αμύλου απαιτείται το πεπτικό ένζυμο αμυλάση.
2. Το δεύτερο βήμα απαιτεί ένα ένζυμο που ονομάζεται μαλτάση-γλυκοαμυλάση.
3. Το τρίτο βήμα ότι στην επεξεργασία του αμύλου απαιτείται μια πρωτεΐνη που ονομάζεται GLUT1 για τη μεταφορά της γλυκόζης από το έντερο στην κυκλοφορία του αίματος.
Οι επιστήμονες προχώρησαν προς τέρψη τους στην διαπίστωση ότι τα σκυλιά εξελιχτήκαν διαφορετικά από τους λύκους και στα τρία αυτά βήματα.
Όσον αφορά το πρώτο βήμα, οι ερευνητές βρήκαν πως οι σκύλοι είχαν από 4 ως 30 αντίγραφα ενός γονιδίου που κωδικοποιεί για την αμυλάση ενώ οι λύκοι είχαν μόνο δύο αντίγραφα. Αυτό έδειξε ότι οι σκύλοι έχουν μεγαλύτερη ικανότητα να εκτελέσουν το πρώτο βήμα για την πέψη του αμύλου. Αυτό είναι σημαντικό σαν γεγονός, ότι, δηλαδή, τα σκυλιά έχουν μεταξύ τεσσάρων και 30 αντίγραφων του γονιδίου της αμυλάσης και αυτό το ευρύ φάσμα (4-30) υποδηλώνει ότι κάποια σκυλιά είναι πολύ λιγότερο σε θέση να χειριστούν το άμυλο σε σχέση με κάποια άλλα.
Στη συνέχεια, συγκρίθηκε η έκφραση αυτού του γονιδίου σε σκύλους έναντι των λύκων και βρέθηκε κατά μέσο όρο κατά 28 φορές αυξημένη σε σκύλους. Εξετάστηκε, επίσης, το αίμα για την δραστηριότητα του ενζύμου και βρέθηκε να είναι περισσότερο από τετραπλάσια στους σκύλους σε σχέση με εκείνη στους λύκους.
H αυξημένη έκφραση του γονιδίου, όμως, δεν σημαίνει απαραίτητα αύξηση της παραγωγής του ενζύμου. Η έκφραση ενός τέτοιου γονιδίου, καθώς και η δραστικότητα ή δραστηριότητα του ενζύμου εξαρτάται και από την διατροφή που κάνει το κάθε ζώο. Μια διατροφή υψηλή σε άμυλο (όπως οι περισσότερες τυποποιημένες τροφές σκύλων) θα «πυροδοτήσουν» αυτά τα γονίδια, σε αντίθεση με μια χαμηλή σε υδατάνθρακες διατροφή, όπως η διατροφή του λύκου. Έτσι, το πρώτο μέρος της παραπάνω μελέτης δείχνει ότι τα σκυλιά έχουν περισσότερα γονίδια για το πρώτο ένζυμο που απαιτείται για την πέψη του αμύλου, αλλά το δεύτερο μέρος δεν αποδεικνύει τίποτα.
Οι ερευνητές τώρα πέρασαν στο δεύτερο βήμα. Δεν κατάφεραν να βρουν μεγαλύτερο αριθμό γονιδίων που κωδικοποιούν για μαλτάση-γλυκοαμυλάση στους σκύλους σε σύγκριση με τους λύκους. Ωστόσο, ήταν σε θέση να προσδιορίσουν ότι υπήρχαν σημαντικές διαφορές στο γονίδιο που είναι υπεύθυνο για το εν λόγω ένζυμο μεταξύ των σκύλων και των λύκων. Συνέκριναν τις μεταλλάξεις στο σκύλο και διαπίστωσαν ότι όταν αυτές οι ίδιες μεταλλάξεις εμφανίστηκαν σε άλλα θηλαστικά, συχνά αυτό έδειχνε μία τάση το ζώο να είναι παμφάγο. Υπέθεσαν, λοιπόν, ότι οι μεταλλάξεις του γονιδίου σημαίνουν ότι στους σκύλους, το ένζυμο για την πέψη του αμύλου είναι περισσότερο αποτελεσματικό.
Για να συνεχίσουν την υπόθεση τους, οι ερευνητές μέτρησαν την ποσότητα της μαλτάσης-γλυκοαμυλάσης στο πάγκρεας και στο αίμα των σκύλων σε σύγκριση με των λύκων. Βρήκαν υψηλότερα επίπεδα στους σκύλους. Παραδέχονται όμως ότι η διαφορά στα επίπεδα του ενζύμου μπορεί να οφείλεται στη διατροφή και για άλλη μια φορά, όσο περισσότεροι υδατάνθρακες υπάρχουν στη διατροφή, τόσο μεγαλύτερα είναι τα επίπεδα του ενζύμου. Δεδομένου ότι οι λύκοι τρώνε μια διατροφή χαμηλή σε υδατάνθρακες σε σύγκριση με τα περισσότερα σκυλιά, οι ερευνητές πραγματικά δεν απέδειξαν κάτι ουσιαστικό ούτε σε αυτό το βήμα.
Για το τρίτο βήμα στην πέψη του αμύλου, οι ερευνητές επικεντρώθηκαν στο γονίδιο που κωδικοποιεί για SGLT1 (την πρωτεΐνη που μεταφέρει τη γλυκόζη στο αίμα). Βρήκαν ότι αυτό το γονίδιο επίσης είχε μεταλλάξεις στο σκύλο, σε αντίθεση με το λύκο. Στη συνέχεια, υπέθεσαν ότι αυτή η αλλαγή σήμαινε ότι η πρωτεΐνη στο σκύλο πρέπει να είναι καλύτερη στην μεταφορά της γλυκόζης. Έδειξαν ότι η έκδοση της SGLT1 στο σκύλο είναι διαφορετική από εκείνη του λύκου, αλλά δεν αποδεικνύει ότι αυτή η διαφορά είναι σημαντική και ότι σημαίνει ότι είναι αποτελεσματικότερη στην μεταφορά της γλυκόζης.
Αυτή η μελέτη που δημοσιεύθηκε στο «Nature» προσπάθησε να αποδείξει ότι το DNA του σκύλου είναι διαφορετικό από εκείνο των λύκων και ότι ορισμένες από αυτές τις διαφορές δείχνουν ότι οι σκύλοι μπορούν να αφομοιώσουν και να χρησιμοποιήσουν το άμυλο καλύτερα από τους λύκους. Όντως, η μελέτη δείχνει κάποιες γενετικές διαφορές αλλά αποτυγχάνει να αποδείξει ότι οι διαφορές αυτές σημαίνουν ότι τα σκυλιά «ευδοκιμούν» με μια δίαιτα υψηλή σε άμυλο ή ότι αυτή είναι καταλληλότερη.
Δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν πως σκύλος και λύκος δεν έχουν ακριβώς το ίδιο DNA και πως κάποιες διαφορές καταγράφονται και ναι, αυτό μπορεί να σημαίνει και ότι μπορούν να διαχειριστούν και να ανταπεξέλθουν καλύτερα απέναντι σε δίαιτες με υψηλά ποσοστά αμύλου. Μα αυτό δεν σημαίνει πως «ευδοκιμούν» και «ευημερούν» με αυτές.
Ακόμα και από γενετικής άποψης, για ένα είδος να «εξελιχθεί», να αλλάξει και να προσαρμοστεί σε αλλαγές στο περιβάλλον του θα πρέπει να περάσουν εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια όπου θα εμφανίζονται σπάνια άτομα που θα φέρουν τις μεταλλάξεις που στο πέρασμα των χρόνων θα γίνουν κανόνας.
Νομίζω ότι με τον σκύλο δεν είμαστε σε αυτό το σημείο. Οι επεξεργασμένες τροφές που είναι και πλούσιες σε υδατάνθρακες μετρούν πολύ λίγα χρόνια (περίπου 70 χρόνια) και πριν από αυτό ακόμα και τα αποφάγια του ανθρώπου ή αυτά που χρησιμοποιούσε ο άνθρωπος για την διατροφή του σκύλου άλλαζαν και παρουσίαζαν διαφορές τόσο χρονικά (από περίοδο σε περίοδο), όσο και τοπικά (από τον ένα γεωγραφικό τόπο στον άλλο). Πιθανόν, κάποια σκυλιά, πολύ λίγα να ευημερούν με δίαιτες πλούσιες σε υδατάνθρακες, μα τα περισσότερα ασθενούν και παρουσιάζουν διάφορα προβλήματα με αυτές, βραχυχρόνια ή μακροχρόνια.
Άποψη μου είναι πως μια διατροφή βασισμένη σε φρέσκα (ωμά) προϊόντα και πλησιέστερη σε αυτή των προγόνων του είναι η καταλληλότερη για τον σκύλο.
* The genomic signature of dog domestication reveals adaptation to a starch-rich diet
Erik Axelsson, Abhirami Ratnakumar, Maja-Louise Arendt, Khurram Maqbool, Matthew T. Webster, Michele Perloski, Olof Liberg, Jon M. Arnemo, Åke Hedhammar & Kerstin Lindblad-Toh.